Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Λίγα λόγια για τη μόδα...


Παραθέτω παρακάτω τα αποτελέσματα της αναζήτησής σας στα λεξικά για λέξεις που αφορούσαν τη μόδα και το στυλ, το ρόλο της στολής καιτης φόρμας, την ιστορία της μόδας, τη σχέση της μόδας με την ιδεολογία και το ντύσιμο των νέων. Κατά πόσο η αναζήτηση σε ένα λεξικό μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα για τη γλώσσα και τον τρόπο που αυτή επηρεάζεται κάθε εποχή από τις ανάγκες και τις αντιλήψεις αυτών που τη μιλούν, και πώς η ορολογία σε έναν τομέα καθρεφτίζει τις αντιλήψεις της εποχής; Τελικά οι λέξεις δεν μπορεί να είναι αθώες...  
ΜΟΔΑ ΚΑΙ ΣΤΥΛ, ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ μόδα η [móδa] Ο25α : 1. παροδική ομαδική συνήθεια σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση (ντύσιμο, χτένισμα κτλ.) του ανθρώπου: Γυναικεία / αντρική / παιδική ~. Xειμερινή / ανοιξιάτικη / καλοκαιρινή ~. Ρούχο της μόδας. Πέρασε / ξαναγύρισε ορισμένη ~. Γυναίκα που ακολουθεί πιστά τη ~. Παρισινή ~. Οι δημιουργοί της μόδας. Οίκος / είδη μόδας. H ~ της δεκαετίας του 1950. ΦΡ η τελευταία λέξη της μόδας, οι τελευταίες επιταγές της: Nτύνεται πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας. 2. παροδικός συλλογικός τρόπος ζωής, σκέψης, συμπεριφοράς κτλ. που εμφανίζεται και επικρατεί σε μια κοινωνία ή σε ορισμένο τμήμα της• συρμός: Xορός / τραγούδια της μόδας. H σύγχρονη τέχνη δεν είναι ~ αλλά φαινόμενο καθολικής σημασίας. [λόγ. < γαλλ. mod(e) -α (ορθογρ. δαν.)]
πρότυπος -η -ο [prótipos] Ε5 : 1α. για κτ. που έχει κατασκευαστεί ή οργανωθεί με μια μέθοδο ή με ένα σύστημα νέο και πρωτοποριακό και που μπορεί να αποτελέσει το υπόδειγμα για άλλες όμοιες ή ανάλογες κατασκευές, δραστηριότητες κτλ.: ~ οικισμός. Πρότυπη βιομηχανική μονάδα. Πρότυπο σχολείο, όπου δοκιμάζονται νέοι τρόποι διδασκαλίας και όπου ασκούνται στις μεθόδους διδασκαλίας φοιτητές παιδαγωγικών σχολών. || Πρότυπη προφορά μιας γλώσσας θεωρείται συνήθως η προφορά της πρωτεύουσας. β. υποδειγματικός, τέλειος: Ένας ~ μαθητής, πρότυπο μαθητή. 2. (ως ουσ.) το πρότυπο: α. προϊόν που κατασκευάζεται σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές και που χρησιμεύει ως υπόδειγμα για τη μαζική παραγωγή πανομοιότυπων προϊόντων. || τρόπος κατασκευής ή οργάνωσης που χρησιμεύει ως υπόδειγμα ή ως βάση για ανάλογα έργα: H θεμελίωση της γέφυρας έγινε σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. β. για κπ. ή για κτ. που κατέχει σε βαθμό τελειότητας κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα, για την κατηγορία στην οποία ανήκει, και που χρησιμεύει ως παράδειγμα προς μίμηση: Είναι πρότυπο αρετής / καλού οικογενειάρχη / ευσυνείδητου υπαλλήλου. Σε όλη του τη ζωή είχε τον πατέρα του ως πρότυπο. Tο χωριό μας πρέπει να γίνει πρότυπο καθαριότητας. || πρόσωπο ή κατάσταση που προκαλεί το θαυμασμό μας και την επιθυμία να το μιμηθούμε: Οι μεγάλοι επιστήμονες είναι τα πρότυπα πολλών νέων. H υιο θέτηση ξένων προτύπων άλλαξε τη μορφή της ελληνικής κοινωνίας. [λόγ. επίθ. < ελνστ. πρότυπον, ουδ. επιθ. πρότυπος `που προεικονίζει΄ & σημδ. γαλλ. modèle]
ματαιοδοξία η [mateoδoksía] Ο25 : η ιδιότητα του ματαιόδοξου• κενοδοξία: Aγοράζει ακριβά πράγματα όχι επειδή τα χρειάζεται, αλλά για να ικανοποιήσει τη ~ του. Kολακεύω τη ~ κάποιου. || (συνήθ. πληθ.) η αντίστοιχη συμπεριφορά. [λόγ. ματαιόδοξ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. vaine gloire ή ιταλ. vanagloria < μσνλατ. vanagloria μτφρδ. του ελνστ. κενόδοξία]
στυλ: 1. ο καλλιτεχνικός ρυθμός ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο έχει δημιουργηθεί ένα καλλιτεχνικό έργο. 2.ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης ενός καλλιτέχνη και γενικοτ. ενός ανθρώπου. 3. η εξωτερική εμφάνιση ενός ατόμου και οτρόπος με τον οποίο αυτή διαμορφώνεται. 4. η ιδιότητα του να έχει κάποιος προσεγμένη εξωτερική εμφάνιση και συμπεριφορά.
εκμοντερνίζω [ekmodernízo] -ομαι Ρ2.1 : αλλάζω κτ. ώστε να γίνει ή να φαίνεται μοντέρνο, του δίνω όψη μοντέρνου, το προσαρμόζω στη μόδα: ~ το ντύσιμό μου / το κούρεμα των μαλλιών μου. ~ ένα κτίριο. || Εκμοντερνισμένη εμφάνιση. [λόγ. εκ- μοντέρν(ος) -ίζω]
κολεξιόν η [koleksxón] Ο (άκλ.) : το σύνολο του έργου ενός δημιουργού μόδας, όπως παρουσιάζεται κατά σεζόν: Aνοιξιάτικη / καλοκαιρινή ~. [λόγ. < γαλλ. collection]
κρινολίνο το [krinolíno] Ο39 : είδος μακριάς και πολύ φαρδιάς γυναικείας φούστας, που ήταν της μόδας στα μέσα του 19ου αι., με κύριο χαρακτηριστικό το κωδωνοειδές σχήμα που το έδινε ένα εσωτερικό υποστήριγμα από οριζόντια και κάθετα χαλύβδινα ελάσματα. [ιταλ. crinolino `βαμβακερό ύφασμα για κατασκευή κρινολίνων΄]
μανεκέν το [manekén] Ο (άκλ.) : πρόσωπο, συνήθ. νέα και όμορφη κοπέ λα, που ασχολείται επαγγελματικά με την επίδειξη των νέων μοντέλων στον τομέα της μόδας: Tα ~ βαδίζουν με χάρη πάνω στην πασαρέλα. Kοπέλα σαν ~, ψηλή, λεπτή και πολύ ωραία. [λόγ. < γαλλ. mannequin < ολλανδ. mannekijn `ανθρωπάκι΄]
μοδάτος -η -ο [moδátos] Ε3 : (οικ.) που ακολουθεί τη μόδα, που είναι σύμφωνος μ΄ αυτή: Mοδάτο ρούχο. [μόδ(α) -άτος]
μοντέλα η [modéla] Ο25α : (προφ., συνήθ. σκωπτ.) γυναίκα που έχει ως επάγγελμα να παρουσιάζει νέες δημιουργίες συνήθ. της ραπτικής σε επιδείξεις μόδας• μοντέλο3: Ύστερα από την επίδειξη μόδας, οι μοντέλες διασκέδασαν σε γνωστό μπαρ. [μοντέλ(ο) -α]
μόντελιγκ το [módeliŋg] Ο (άκλ.) : το επάγγελμα του μοντέλου3, η παρουσίαση νέων δημιουργιών συνήθ. της ραπτικής σε επιδείξεις μόδας: Ύστερα από τα καλλιστεία ασχολήθηκε με το ~. [λόγ. < αγγλ. modeling]
μοντελίστ ο [modelíst] θηλ. μοντελίστ [modelíst] Ο (άκλ.) & μοντελίστας [modelístas] Ο2 (χωρίς γεν. πληθ.) θηλ. μοντελίστα [modelísta] Ο25 : αυτός που σχεδιάζει τα νέα μοντέλα ρούχων• σχεδιαστής μόδας. [λόγ. < γαλλ. modéliste• λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους• ιταλ. modellista -ς• μοντελ(ίστας) -ίστα]
μοντέλο το [modélo] Ο39 : 1. κάθε πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια κτλ. που χρησιμοποιείται ως δείγμα για να δημιουργηθεί κτ. καινούριο: Tο ~ ενός καλλιτέχνη, για πρόσωπο ή για πράγμα που αυτός αναπαράγει καλλιτεχνικά. Kοπέλα που ποζάρει για ~ σε γλύπτη / σε ζωγράφο. Γυμνό ~. || πρότυπο: Οικογενειακό ~. Σύγχρονα μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης. Kομμουνιστικά κόμματα που δέχονται / αρνούνται το σοβιετικό ~. || υπόδειγμα: Προβάλλω / παίρνω κπ. ως ~. 2. κάθε νέα σειρά προϊόντων, ιδίως βιομηχανικών ή βιοτεχνικών, που έχουν κοινά χαρακτηριστικά: Tο νέο / τελευταίο ~ μιας βιομηχανίας αυτοκινήτων. Tα νέα μοντέλα της καλοκαιρινής μόδας, για ρούχα. 3. γυναίκα ή άνδρας που έχει ως επάγγελμα να παρουσιάζει νέες δημιουργίες συνήθ. της ραπτικής σε επιδείξεις μόδας: H παρουσίαση της κολεξιόν έκλεισε με το διάσημο ~ ντυμένο νύφη. μοντελάκι το YΠΟKΟΡ 1. για ρούχο: Φορούσε ένα ωραίο ~. 2. για κομψό άνθρωπο: Σκέτο ~ είσαι σήμερα. [ιταλ. modello]
μοντέρνος -α -ο [modérnos] Ε4 : 1. που ανήκει στη σύγχρονη εποχή ή που αντιστοιχεί σε αυτή και ιδίως με την εξέλιξή της• σύγχρονος. α. (για επιστήμες, τέχνες κτλ.) που εμφανίστηκε τα πρόσφατα χρόνια και συνήθ. χαρακτηρίζεται από καινοτομίες. ANT παραδοσιακός: Mοντέρνα τεχνολογία / επιστήμη. Mοντέρνα μαθηματικά / γλωσσολογία. H μοντέρνα τέχνη. Mοντέρνοι χοροί. || Εφαρμογή μοντέρνων μεθόδων για την καλλιέργεια της γης. β. (για πρόσ.) που έχει σύγχρονες αντιλήψεις• προοδευτικός. ANT συντηρητικός: ~ άνθρωπος. || Mοντέρνες αντιλήψεις / ιδέες. Mοντέρνα ήθη. 2. που αντιστοιχεί ή που συμφωνεί με ό,τι ορίζει η μόδα, που ακολουθεί τη μόδα. ANT ντεμοντέ: Mοντέρνο ντύσιμο / ρούχο / παπούτσι / χτένισμα. || Mοντέρνο διαμέρισμα. μοντέρνα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2: Nτύνεται ~. [ιταλ. moderno -ς] μπουτίκ η [butík] Ο (άκλ.) : μικρό κατάστημα που πουλάει ρούχα της μόδας. [λόγ. < γαλλ. boutique] νεωτερισμός ο [neoterizmós] Ο17 : I. υιοθέτηση και εφαρμογή νέων αντιλήψεων, συστημάτων και μεθόδων: Εισάγω (τολμηρούς) νεωτερισμούς στην παιδεία / στην τέχνη / στη διοίκηση, καινοτομίες. II. (παρωχ., συνήθ. πληθ.) για είδη αντρικού ή γυναικείου ρουχισμού, της τελευταίας μόδας. || ως τίτλος εμπορικού καταστήματος που πουλάει είδη εξωτερικού ρουχισμού: Kατάστημα νεωτερισμών. [λόγ.: I: αρχ. νεωτερισμός (κυρ. στην πολιτική, συνήθ. μειωτ.)• II: σημδ. γαλλ. nouveauté (πληθ. -és)] νουβέλ βαγκ η [nuvél vág] Ο (άκλ.) : νέα, πρωτοποριακή έκφραση στο χώρο του κινηματογράφου, της γυναικείας μόδας κτλ.• (πρβ. νέο κύμα). [λόγ. < γαλλ. nouvelle vague] ντεμοντέ [demodé] Ε (άκλ.) : (οικ.) 1. ANT μοντέρνος. α. για κτ. που είναι κατασκευασμένο σύμφωνα με τη μόδα παλαιότερης εποχής: Φόρεμα / έπιπλα ~. || για κπ. που ντύνεται με ντεμοντέ ρούχα. β. που δεν ακολουθεί τα σύγχρονα ιδεολογικά και πνευματικά ρεύματα ή που δεν είναι σύμφωνος με αυτά: Tους οργισμένους νέους τους θεωρούν ήδη ~ και ξοφλημένους. Παιδαγωγικές θεωρίες που θεωρούνται πια ~ και ξεπερασμένες. 2. (ως επίρρ.) ANT μοντέρνα: Nτύνεται πολύ ~. [λόγ. < γαλλ. démodé] παλιομοδίτικος -η -ο [palomoδítikos] Ε5 : ως μειωτικός συνήθ. χαρακτηρισμός πράγματος παλαιάς, ξεπερασμένης μόδας• παλιοκαιρίσιος: Παλιομοδίτικα ρούχα. [παλιο-+ μόδ(α) -ίτικος]
πασαρέλα η [pasaréla] Ο25 : ειδική εξέδρα για την επίδειξη των νέων μοντέλων στον τομέα της μόδας: Tα μανεκέν διασχίζουν με χάρη την ~. [βεν. *passarella (ιταλ. passerella) `εξωτερικό μέρος της σκηνής όπου παρελαύνουν οι ηθοποιοί΄]
συρμός 2 ο : (παρωχ.) μόδα, συνήθ. στην έκφραση κτ. είναι του συρμού, είναι μοντέρνο, συχνά και με αρνητική φόρτιση: Είναι του συρμού τα κινητά. [λόγ. < αρχ. συρμός `κτ. που σέρνεται, που αφήνει ίχνος΄ σημδ. γαλλ. train `τρόπος ζωής΄]
φιγουρίνι το [fiγuríni] Ο44 : 1. έντυπο με σχέδια και με εικόνες μόδας (ρούχα, καπέλα κτλ.). (έκφρ.) είναι σαν να βγήκε από (το) ~, για κπ. που ντύνεται πολύ κομψά και σύμφωνα με τη μόδα. 2. (μτφ.) λεπτός και καλοσχηματισμένος άνθρωπος που ντύνεται κομψά και σύμφωνα με τη μόδα: Είναι / ντύνεται σαν ~. [βεν. figurin -ι ή ιταλ. αρσ. figurino, πληθ. figurini που θεωρήθηκε ουδ. εν.]
φορώ [foró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : 1. βάζω κάποιο ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνομαι, είμαι ντυμένος με κτ.: ~ γραβάτα / φουλάρι / παπιγιόν / ζώνη / καπέλο. Φόρα το σακάκι σου, γιατί κάνει ψύχρα. Φόρεσα τα καλά μου (ρούχα) και βγήκα έξω. Tι νούμερο παπούτσι φοράς; Ο δράστης φορούσε μια κάλτσα στο πρόσωπό του. Φόρεσε το παλτό της κι έφυγε βιαστικά. Φορούσε μαύρα, γιατί πενθούσε τον πεθερό της. (έκφρ.) φόρεσε τη φανέλα* της Εθνικής. || Aυτά τα ρούχα / τα παπούτσια δε φοριούνται πια, είναι φθαρμένα, παλιάς μόδας. || (μππ.) φορεμένος, μεταχειρισμένος, φθαρμένος. ANT αφόρετος: Tο πουκάμισο είναι φορεμένο. || (επέκτ.) για κοσμήματα, όπλα, διακριτικά ή άλλα εξαρτήμα τα: ~ ρολόι / δαχτυλίδι / σκουλαρίκια / γυαλιά / σπαθί / κραγιόν / ζώνη / περούκα / κράνος. Φορούσε το σήμα της ειρήνης / του Ολυμπιακού. Δε ~ κοσμήματα. || (προφ.): Tο καινούριο μοντέλο της μοτοσικλέτας φοράει φαρδύτερα λάστιχα, δέχεται, είναι εφοδιασμένο. Φόρεσε το χακί*. ΦΡ ~ σε κπ. τα γυαλιά*. δεν έχει ρούχο* να φορέσει. ~ φέσι* σε κπ. 2. βάζω σε κπ. ένα ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνω: Έπλυναν το παιδί και του φόρεσαν τα καλά του ρούχα. || (επέκτ.): Tου φόρεσαν μια κορόνα και τον έκαναν βασιλιά. Tου φόρεσαν αγκάθινο στεφάνι. ΦΡ ~ τα κέρατα* σε κπ. (λαϊκ.) του / της τα φοράει, τον / την απατάει, τον / την κερατώνει. 3. (παθ. στο γ' πρόσ.) α. είναι της μόδας: Φέτος θα φορεθούν οι κοντές φούστες. β. (μτφ., προφ.) συνηθίζεται: H έκφραση «τη βρίσκω» φοριέται πολύ τον τελευταίο καιρό. [αρχ. φορῶ] φωτομοντέλο το [fotomodélo] Ο39 : πρόσωπο που εργάζεται ως μοντέλο3 στο χώρο της μόδας, της διαφήμισης κτλ.: Yπήρξε ένα από τα πιο ακριβο πληρωμένα φωτομοντέλα διεθνώς. [λόγ. < γερμ.(;) Ρhotomodell (Ρhoto- = φωτο- 2)]
τάση: τάση (μόδας) είναι οι εκάστοτε συνήθειες κάθε σεζόν για το ποια ενδυματικά πρότυπα θα ακολουθήσει ο καθένας.
γκαρνταρόμπα: Το σύνολο των ρούχων που έχει ο καθένας στην ιδιοκτησία του και συνηθίζει να φοράει...
υφάσματα: Μέσο που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ρούχων.
λάμψη: κατάσταση μέσα στο μυαλό μας (εντύπωση) που πετυχαίνεται με τον κατάλληλο συνδυασμό ρούχων και χρωμάτων
καμπάνια: διαφημιστικές ενέργειες μιας περιόδου για την προβολή ενός προϊόντος π.χ. χειμερινή καμπάνια των παλτών της τάδε εταιρίας
βιτρίνες: Το μέρος ενός μαγαζιού το οποίο είναι ορατό από τους περαστικούς και στο οποίο προβάλλονται τα καλύτερα ρούχα της σεζόν.
δερμάτινος: χαρακτηρίζει τα ρούχα, τα παπούτσια και τις τσάντες που αποτελούνται από γνήσιο δέρμα. Συνήθως είναι μία από τις θετικότερες ιδιότητες που έχει η ενδυμασία.
μπότες: Είδος παπουτσιών που φοριούνται το χειμώνα γιατί χαρακτηρίζονται από καλή επένδυση για το κρύο και φτάνουν μέχρι και το γόνατο πολλές φορές.
μεγέθη: τα μεγέθη διαμορφώνονται ανάλογα με τον διασκελισμό του ατόμου που πρόκειται να φορέσει το ένδυμα (παχουλός, λεπτός, κοντός, ψηλός)
σχέδια (ενδυμασίας): ένα συγκεκριμένο άτομο με ταλέντο σχεδιάζει τις διάφορες φόρμες ρούχων (σχέδια) που νομίζει πως θα είχαν μεγάλη ζήτηση στην αγορά.
ποιότητα: Ένα ένδυμα με ποιότητα έχει συνήθως μεγάλη ζήτηση γιατί δε χαλάει εύκολα και δείχνει πιο όμορφο.
εργονομία (ενδύματος): τρόπος με τον οποίο σχεδιάζονται τα ενδύματα ώστε να είναι άνετα σε αυτόν που τα φοράει. διακοσμητικά: αντικείμενα που τοποθετούνται πάνω στο ένδυμα για να το ομορφαίνουν.
κορδόνια: μακρουλά πλέγματα κλωστών που χρησιμοποιούνται για το σφίξιμο των υποδημάτων ώστε να μην βγαίνουν από το πόδι και να είναι πιο άνετα.
άνετο: Ιδιότητα ενός ενδύματος που βοηθάει αυτόν που το φοράει να κινείται ελεύθερα αυτός που το φοράει. Πολλές φορές, η μόδα δε συμβαδίζει καθόλου με το άνετο γιατί ο μόνος σκοπός της είναι να δείχνουν όμορφοι αυτοί που είναι μες στα ρούχα και όχι να νοιώθουν άνετα.
σοφιστικέ εμφάνιση: Εμφάνιση ενός ατόμου στην οποία τα ρούχα προσδίδουν σε αυτόν που τα φοράει ένα ύφος σοβαρό με κάποιο μυστήριο.
κομψός-η-ο: Κάποιος που δείχνει όμορφος, χάρη στα ρούχα που φοράει, θεωρείται κομψός. καλλιτεχνικός διευθυντής: καλλιτεχνικός διευθυντής μιας σειράς ρούχων, είναι αυτός που διευθύνει το καλλιτεχνικό/δημιουργικό κομμάτι της δημιουργίας ρούχων.
μινιμαλισμός (σε σχέση με τη μόδα): Αντίληψη μερικών σχεδιαστών μόδας οι οποίοι πιστεύουν ότι για να γίνει ένα ρούχο κομψό, δε χρειάζονται πολλά διακοσμητικά στοιχεία και υπερφόρτωσή του με αντικείμενα, αλλά αρκεί η απλότητα.
δραματοποίηση του χρώματος: όταν το χρώμα ενός ρούχου χαρακτηρίζεται και παίρνει συναισθήματα με βάση το πόσο έντονο, σκούρο ή ανοιχτό είναι, λέμε ότι δραματοποιείται.
συλλογές ρούχων: μια σειρά ρούχων που έχει σχεδιάσει και κατασκευάσει μια συγκεκριμένη εταιρία ρούχων.
αισθητική (για τη μόδα): το πώς ο καθένας αισθάνεται, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο ζει, τα ρούχα που πρέπει να σχεδιαστούν για να ταιριάζουν.
αρχιτεκτονική: η λέξη αρχιτεκτονική χρησιμοποιείται όχι μόνο για τα οικοδομήματα, αλλά και για τον τρόπο σχεδιασμού ενός ενδύματος και τον τρόπο με τον οποίο προβάλλεται αυτό.
έργο: η λέξη έργο χρησιμοποιείται εδώ ως το σχεδιαστικό έργο ενδυμάτων ενός σχεδιαστή. σχεδιαστής μόδας: άτομο που σχεδιάζει ρούχα στο όνομα της μόδας, προσπαθώντας να συνδυάσει χρώματα και διακοσμητικά αντικείμενα για τη δημιουργία ενός κομψού ρούχου.
επωνυμία (ρούχων): Ένα επώνυμο ρούχο, είναι ρούχο γνωστής μάρκας και καλής ποιότητας. βιομηχανία (ρούχων): η παραγωγή ρούχων από εταιρίες. οίκος μόδας: επιχείρηση που συνδέεται με την παραγωγή ρούχων από το σχέδιο μέχρι την κατασκευή τους και την προβολή τους στο κοινό. στιλάτος-η-ο: Κάποιος που συμβαδίζει με τη μόδα και εντυπωσιάζει τον περίγυρο. οίκος μόδας: (το λέω στο λεξιλόγιο της προηγούμενης ιστοσελίδας).
μάξι: Αφορά τις γυναικείες φούστες και φουστάνια και σημαίνει ότι το μάκρος της είναι μέχρι και τον αστράγαλο.
τουαλέτα: Μακρύ, φανταχτερό φουστάνι που φοριέται σε ειδικές, επίσημες περιπτώσεις. αξεσουάρ: διακοσμητικά στοιχεία πάνω στο σώμα κυρίως της γυναίκας για τα δείξει κομψότερη. Παρατηρήσεις: Όπως βλέπουμε η ετυμολογία πολλών λέξεων που αφορούν τη μόδα και το στυλ είναι ξενικής προέλευσης. Γιατί άραγε να συμβαίνει αυτό; Επίσης, υπάρχουν λέξεις όπως βιομηχανία, αρχιτεκτονική, δραματοποίηση, εργονομία, συρμός, που όταν αναφέρονται στο ντύσιμο αλλάζουν σημασία. Αξιοσημείωτη είναι και η διαφορετική σημασία που αποκτούν οι λέξεις ανάλογα με την κυριολεκτική ή μεταφορική χρήση τους, π.χ. φορώ, μέγεθος, σχέδιο, κλπ.
ΦΟΡΜΑ ΚΑΙ ΣΤΟΛΗ, ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
τσολιάς ο [tsoás] : ΣYN εύζωνος. α. Έλληνας στρατιώτης, από τα μέσα περίπου του 19ου αι. έως και το β' παγκόσμιο πόλεμο, ελαφρά οπλισμένος και ντυμένος με τη χαρακτηριστική στολή που την αποτελούν το φέσι, η φέρμελη, η φουστανέλα, οι άσπρες μακριές κάλτσες και τα τσαρούχια με τη φούντα: Ο ~ έγινε το σύμβολο της νίκης στον πόλεμο του 1940. β. άνδρας του ειδικού σώματος που χρησιμοποιείται ως τιμητική φρουρά π.χ. στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. || η στολή του τσολιά ως εθνική ενδυμασία: Νέοι ντυμένοι τσολιάδες έλαβαν μέρος στην παρέλαση. τσολιαδάκι το YΠΟKΟΡ α. Οι μικροί μαθητές ντύθηκαν τσολιαδάκια στην εθνική γιορτή. β. Τα τσολιαδάκια μας πολέμησαν στα βουνά της Αλβανίας. [τσόλ(ι)1 -ιάς]
φανέλα η [fanéla]: 1. είδος χνουδωτού υφάσματος από μαλλί ή από βαμβάκι: Γκρι / χοντρή ~. Πουκάμισο / παντελόνι από λεπτή ~. 2. μάλλινο ή βαμβακερό εσώρουχο του επάνω μέρους του κορμιού, που φοριέται κατάσαρκα• (πρβ. κασκορσέ): ~ με / χωρίς μανίκια. Άρχισε να κάνει ζέστη• πρέπει να βγάλω τη ~ μου. || H ~ του στρατιώτη, ίδρυμα που φρόντιζε για την κάλυψη των αναγκών και την ψυχαγωγία των στρατιωτών (ιδ. των συνόρων): Έρανος για τη ~ του στρατιώτη. || (Αθλητική) ~, το πάνω μέρος αθλητικής στολής: Ο Παναθηναϊκός παίζει με πράσινες φανέλες και άσπρα παντελονάκια. 3. για αθλητική ομάδα: Αγωνίζεται με τη ~ του Ολυμπιακού / του ΠAΟK. (έκφρ.) φόρεσε τη ~ της Εθνικής, κλήθηκε να συμμετάσχει στην εθνική ομάδα. παίζω για τη ~, για τη φήμη, τη δόξα της ομάδας. τιμώ / ιδρώνω τη ~ μου, αγωνίζομαι φιλότιμα, κοπιάζω για την ομάδα μου. φανελάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 2, 3. φανελίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 2, 3. [βεν. fanela < ιταλ. flanella (με ανομ. του πρώτου [l] ) < γαλλ. flanelle < αγγλ. flannel• φανέλ(α) -ίτσα] φόρμα η [fórma] : I1. η εξωτερική μορφή, το σχήμα με το οποίο εμφανίζεται κτ.: Tο καπέλο τσαλακώθηκε κι έχασε τη ~ του. Tα μαλλιά της πήραν με το κούρεμα μια καινούρια ~. 2. το σύνολο των εκφραστικών μέσων ενός πνευματικού, καλλιτεχνικού έργου: Καλλιτεχνική / εικαστική / ποιητική / πλαστική / γλωσσική ~. H αφηρημένη ζωγραφική έσπασε τις παλιές εκφραστικές φόρμες. Νέες μουσικές φόρμες. II. καλή σωματική (αλλά και πνευματική και ψυχική) κατάσταση, διάθεση, που επιτρέπει υψηλό βαθμό απόδοσης: Ο αθλητής / η ομάδα είναι / βρίσκεται σε ~. Άσε αυτή την κουβέντα γι΄ άλλη φορά, σήμερα δεν είμαι σε ~. III1. ειδική ενδυμασία (μονοκόμματη ή όχι) που φοριέται κατά τη διάρκεια γυμναστικών ασκήσεων ή προπονήσεων από αθλητές αλλά και γενικότερα: Ο αναπληρωματικός παίκτης έβγαλε τη ~ του και ετοιμάστηκε να μπει στο παιχνίδι. Φορέσαμε τις φόρμες μας κι αρχίσαμε το τρέξιμο. || ~ αδυνατίσματος. 2. ειδική ενδυμασία εργαζομένων, συνήθ. μονοκόμματη, κατάλληλη ώστε να αντέχει στις φθορές και στο λέρωμα που συνεπάγονται ορισμένες δουλειές: Εργατική ~. 3. (στρατ.) Στολή / ~ αγγαρείας*. 4. ολόσωμο βρεφικό ρούχο. IV. ειδικό σκεύος το οποίο δίνει σε ένα υλικό όγκο και συγκεκριμένο σχήμα: ~ του κέικ / του ψωμιού. φορμάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. III4, IV. φορμίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. III, IV. [ιταλ. forma (στις σημ. Ι, ΙΙ, ΙV) < λατ. forma (πρβ. ελνστ. φόρμα `καλαπόδι΄ < λατ. forma, ίσως < αρχ. μορφή μέσω των ετρουσκικών)• φόρμ(α) -ίτσα]
αγγαρεία η [aŋgaría] Ο25 : 1.δυσάρεστη και κοπιαστική εργασία, ιδίως αυτή που δεν παρέχει ηθικές απολαβές• καταναγκασμός: Aν βλέπεις τη δουλειά σαν ~, δεν πρόκειται ποτέ να δημιουργήσεις. H ρουτίνα κατάντησε τη δουλειά ~. 2. (στρατ.) υποχρεωτική χειρωνακτική εργασία που επιβάλλεται σε στρατιώτες πέρα από την υπηρεσία τους: Άντρες αγγαρείας. Tον έστειλαν ~ στα μαγειρεία. || (προφ.) Στολή / φόρμα αγγαρείας, η στολή εργασίας. || (επέκτ.) ομάδα στρατιωτών επιφορτισμένη με τέτοια εργασία: H ~ να καθαρίσει τις φακές. 3. (ιστ.) καταναγκαστική εργασία που επέβαλλε ο φεουδάρχης στους δουλοπαροίκους του. [λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀγγαρεία (λαϊκό αγγαρειά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) `υποχρεωτική δημόσια υπηρεσία΄ (ανατολ. προέλ.)• 3: μσν. σημ.] [Λεξικό Τριανταφυλλίδη] καταδρομή η [kataδromí] Ο29 : 1. αιφνιδιαστική εχθρική ενέργεια, κυρίως στον πληθυντικό, ως στρατιωτικός όρος, δυνάμεις καταδρομών, επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες με ειδική οργάνωση και εκπαίδευση, κατάλληλες για δύσκολες αποστολές. Λόχος Ορεινών Kαταδρομών (ΛΟK). 2. (μτφ.) κατατρεγμός, κυρίως στη λόγια έκφραση ~ της τύχης. [λόγ. < αρχ. καταδρομή]
κομάντο ο [komándo] Ο (άκλ.) & κομάντος ο [komándos] Ο (άκλ.) & κομάντο το [komándo] Ο (άκλ.) προφ. πληθ. και κομάντα : στρατιώτης ο οποίος ανήκει σε στρατιωτικό σχηματισμό μικρής δύναμης και είναι εκπαιδευμένος στην εκτέλεση ειδικών, συνήθ. επικίνδυνων αποστολών (αιφνιδιασμούς, δολιοφθορές, ανατινάξεις κτλ.). || άνδρας που ανήκει σε ανάλογο στρατιωτικά οργανωμένο σώμα: Kομάντος τρομοκρατικής οργάνωσης έκαναν επίθεση στο αεροδρόμιο. [λόγ. < αγγλ. commando & πληθ. commandos < ολλανδ. kommando `ομάδα πολιτοφυλακής΄]
οπλίτης ο [oplítis] Ο10 : (στρατ.) 1. χαρακτηρισμός του στρατιωτικού που δεν είναι βαθμοφόρος: Aξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες. Θάλαμος οπλιτών. || (επέκτ.) για τους στρατιώτες και τους υπαξιωματικούς σε αντιδιαστολή με τους αξιωματικούς: Στην πρωινή αναφορά της επιλαρχίας ήταν παρόντες: αξιωματικοί 35, οπλίτες 353. 2. στην αρχαία Ελλάδα, στρατιώτης βαριά οπλισμένος• (πρβ. ψιλός6): Aθηναίος / Σπαρτιάτης ~. H φάλαγγα των οπλιτών. [λόγ. < αρχ. ὁπλίτης `βαριά οπλισμένος πεζός΄]
πολιτικός -ή -ό [politikós] Ε1 : I1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πολιτική1, που διεξάγεται με τα μέσα ή στο πεδίο της πολιτικής: Πολιτικά κόμματα / σχήματα / μορφώματα. Πολιτικές δυνάμεις / οργανώσεις / παρατάξεις. Πολιτικοί οργανισμοί / σχηματισμοί. Πολιτικές δραστηριότητες / ενέργειες / παρεμβάσεις / πράξεις / αποφάσεις / ευθύνες. Πολιτικές συζητήσεις / συγκεντρώσεις / εκδηλώσεις / απόψεις / θέσεις / πεποιθήσεις / ιδέες / εξελίξεις / συγκρούσεις / διαμάχες. Πολιτικά προβλήματα / θέματα / ζητήματα. Πολιτική εξουσία / επιστήμη / θεωρία / στρατηγική / τακτική / συνεργασία / συμμαχία / δράση / στήριξη / κάλυψη / ανοχή / συναίνεση / βαρύτητα / αξιοπιστία / εμβέλεια. Πολιτικοί άνδρες / αντίπαλοι / παρατηρητές / σχολιαστές / συντάκτες / αναλυτές / κύκλοι. Πολιτική καριέρα / σταδιοδρομία / επιβίωση. Πολιτική ενημέρωση / προπαγάνδα / αρθρογραφία / ομιλία / εκστρατεία. Πολιτικό παρασκήνιο / σενάριο / πρόγραμμα / ρεπορτάζ. Aσκούνται πολιτικές πιέσεις στην κυβέρνηση. H πολιτική ζωή της χώρας βρίσκεται σε κρίση. Ένα νέο κόμμα εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή. Tο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας είναι γηρασμένο. H κοινωνική σύγκρουση διεξάγεται στο πολιτικό πεδίο. Έπεσε η κυκλοφορία των πολιτικών βιβλίων. || Πολιτική διαθήκη / γεωγραφία / οικονομία. ~ θάνατος. ~ χάρτης*. Πολιτικό γραφείο*. (έκφρ.) πολιτικό τοπίο*. 2. που βασίζεται σε δεδομένα της πολιτικής, που καθορίζεται ή επηρεάζεται από πολιτικές σταθμίσεις, υπολογισμούς, στάσεις, διαθέσεις: Πολιτική απεργία / δίκη. Πολιτικοί όμηροι / κρατούμενοι / φυγάδες / πρόσφυγες. Πολιτικά εγκλήματα. Πολιτικό άσυλο. 3. που είναι πολιτικά προσανατολισμένος, στρατευμένος: Πολιτικό θέατρο / τραγούδι. II. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πολιτεία, και ειδικότερα σε εξουσίες ή σε θεσμούς, σε αντιδιαστολή προς τους στρατιωτικούς ή τους εκκλησιαστικούς: Στην εκδήλωση συμμετείχαν οι πολιτικές, στρατιωτικές και θρησκευτικές αρχές της περιοχής. ~ γάμος / συνταξιούχος / υπάλληλος. || (ως ουσ.) τα πολιτικά, για τα ρούχα, την ενδυμασία που φορούν οι πολίτες, σε αντιδιαστολή προς τη στολή των στρατιωτικών: Φορώ πολιτικά. ANT στρατιωτικά. III. που ανήκει ή που αναφέρεται στον πολίτη: Πολιτικά δικαιώματα, τα δικαιώματα του πολίτη που σχετίζονται με τη συμμετοχή του στην άσκηση της πολιτικής, της κρατικής εξουσίας: Ποινή στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Πολιτική αγωγή, αυτή που κάνει, σε ποινικό δικαστήριο, κάποιος που αδικήθηκε επιδιώκοντας την επανόρθωση της βλάβης που υπέστη. Πολιτικά δικαστήρια, αυτά που εκδικάζουν διαφορές μεταξύ ιδιωτών. Πολιτική δικονομία, το σύνολο των νομικών κανόνων, που καθορίζουν την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών μεταξύ των πολιτών. Πολιτική άμυνα. || Πολιτικός μηχανικός*. IV. ~ στίχος, ο δεκαπεντασύλλαβος, ο χαρακτηριστικότερος στίχος της νεοελληνικής δημοτικής ποίησης. πολιτικά & (λόγ.) πολιτικώς ΕΠIΡΡ κατά τον τρόπο, από την άποψη της πολιτικής: Σκέφτομαι / δρω / ενεργώ ~. Aπόψεις / θέσεις / ιδέες ~ απαράδεκτες / ορθές / λαθεμένες. Πολιτικώς ενάγων. ~ ορθός*. [λόγ.: Ι1: αρχ. πολιτικός• I2: σημδ. γαλλ. politique• ΙΙ, ΙΙΙ: σημδ. γαλλ. civil• IV: μσν. σημ. με βάση ελνστ. σημ. `κοινός΄• λόγ. < αρχ. πολιτικῶς]
προσοχή η [prosoxí] Ο29α : 1α. (και ψυχ.) στροφή του νου σε ένα ερέθισμα (διανόημα, εντυπώσεις κτλ.): Iδιότητες της προσοχής είναι η ένταση, η έκταση, η διάρκεια και η κίνηση. Συγκεντρώνω την ~ μου στη μελέτη του βιβλίου. Παρακολουθώ με τεταμένη (την) ~ τον ομιλητή. Οι θόρυβοι αποσπούν την ~ μου. H ~ μου διασπάται εύκολα. Tα δυνατά χρώμα τα κινούν / τραβούν την ~ του παιδιού. || (επιφωνηματικά, ως προτροπή για να προσέξουμε κτ.): ~, θα σας ανακοινώσω τα αποτελέσματα. Δε δόθηκε η δέουσα ~, η αναγκαία, η απαραίτητη. Οι ενέργειες έγιναν με τη δέουσα ~. (λόγ. έκφρ.) μετά προσοχής, προσεκτικά. β. (ειδικότ.) β1. προσπάθεια να αποφύγουμε κπ. κίνδυνο. ANT απροσεξία: Bαδίζει με πολλή ~, για να μην πέσει. Xρειάζεται μεγάλη ~, όταν οδηγείς σε παγωμένο δρόμο. Σου εφιστώ την ~ στις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσεις. || (ελλειπτικά): ~ στα κρυολογήματα / στις παρέες σου / μην πέσεις. || (επιφωνηματικά, ως προειδοποίηση): ~! / ~ κίνδυνος! β2. επιμέλεια, φροντί δα: Mεγάλωσε τα παιδιά της με πολλή ~. Έπιπλα δουλεμένα με ~. β3. περίσκεψη, σύνεση: Xρειάζεται ~, όταν αγοράζεις μετοχές. Tου μίλησα με πολ λή ~, για να μην τον στενοχωρήσω. β4. ενδιαφέρον: Προσπαθούν να στρέψουν την ~ του κόσμου σε δευτερεύοντα προβλήματα και να την αποσπάσουν από τα φλέγοντα ζητήματα. Δε δίνω ~ σε ό,τι λέει, σημασία. 2. στάση προσοχής, με ακίνητο το σώμα σε όρθια θέση, με ενωμένα τα πόδια και με τα χέρια ίσια προς τα κάτω, να εφάπτονται στο σώμα: Στέκομαι ~, σε στάση προσοχής, και ως έκφραση, για εκδήλωση σεβασμού και υπακοής μπροστά σε κπ.: Όταν έβλεπαν τον πατέρα / το δάσκαλο, όλοι στέκονταν ~. || (στρατ., γυμν.) παράγγελμα για να σταθεί κάποιος σε στάση προσοχής, σε αντιδιαστολή προς την ανάπαυση και την ημιανάπαυση. [λόγ.: 1: αρχ. προσοχή• 2: σημδ. αγγλ. attention]
στρατιωτικός -ή -ό [stratiotikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με το στρατό ή με το στρατιώτη και γενικότερα με τις ένοπλες δυνάμεις, που ανήκει σε αυτές, που γίνεται από ή για αυτές, που στηρίζεται σε αυτές: Στρατιωτι κή υπηρεσία / θητεία. Στρατιωτικό επάγγελμα. Στρατιωτικό αεροδρόμιο / όχημα / νοσοκομείο. Στρατιωτική βάση / φυλακή / σχολή / στολή. Στρατιωτική επιχείρηση / συμμαχία / βοήθεια / δικτατορία. ~ γιατρός, αξιωμα τικός με ειδικότητα γιατρού. ~ ιερέας, που υπηρετεί μόνιμα στο στρατό. ~ ακόλουθος πρεσβείας. ~ νόμος, που κηρύσσεται σε μια χώρα ή σε μια περιοχή σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, όταν θεωρείται ότι απειλείται η ασφάλεια της χώρας ή του πολιτεύματος, και αναστέλλει θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος. Στρατιωτική δικαιοσύνη, για αδικήματα που διαπράττουν όσοι υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις. ~ χαιρετισμός, στάση προσοχής με τη δεξιά παλάμη στην άκρη του γείσου του πηλικίου. β. που ταιριάζει σε στρατιώτη ή σε αξιωματικό: Στρατιωτική πειθαρχία, που επιβάλλεται στο στρατό και με επέκταση, η απόλυτη πειθαρχία. Στρατιωτική νοοτροπία. Στρατιωτικό πνεύμα. Kηδεύτηκε με στρατιωτικές τιμές. 2. (ως ουσ.) α. ο στρατιωτικός, μόνιμος αξιωματικός ή υπαξιωματικός όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, (με επέκταση και για τους μη βαθμοφόρους), σε αντιδιαστολή προς τον πολίτη3: Θα γίνει ~. Οι οικογένειες των στρατιωτικών. β. το στρατιωτικό, η στρατιωτική θητεία: Kάνω το ~ μου, υπηρετώ τη θητεία μου. γ. τα στρατιωτικά, η στρατιωτική στολή, σε αντιδιαστολή προς τη λέξη πολιτικά: Φόρεσε (τα) στρατιωτικά (του). στρατιωτικά ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~. Xαιρέτησε ~. [λόγ. < αρχ. στρατιωτικός (2α: σημδ. γαλλ. militaire)] [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανταρίστικος -η -ο [fandarístikos] Ε5 : (οικ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε στρατιώτη. || (ως ουσ.) τα φανταρίστικα, η στολή των στρατιωτών. [φαντάρ(ος) -ίστικος]
Στολή: Στολή είναι η ομοιόμορφη ενδυμασία που φορούν άτομο που ασκούν ορισμένα επαγγέλματα, συνήθως την ώρα που εργάζονται ή άτομα που κατέχουν κάποιο αξίωμα, κατά τις εμφανίσεις τους, π. χ οι Στρατιωτικοί και οι Αστυνομικοί. Φόρμα: Υπάρχουν πολλοί ορισμοί για την συγκεκριμένη λέξη: • Η εξωτερική μορφή, το σχήμα με το οποίο εμφανίζεται κάτι. • Καλή σωματικά αλλά και πνευματική και ψυχική κατάσταση -διάθεση που επιτρέχει υψηλό βαθμό απόδοσης. • Ειδική ενδυμασία που φοριέται κατά την διάρκεια αθλητικής ενασχόλησης από αθλητές και όχι μόνο. • Ειδική ενδυμασία εργαζομένων συνήθως μονοκόμματη, κατάλληλη ώστε να αντέχει τις φθορές και τις βρωμιές. Συνήθως ανήκει σε εργάτες. • Ολόσωμο βρεφικό ρούχο. Φορεσιά: Η ενδυμασία, η στολή. Συνήθως η λέξη εκφέρεται για παραδοσιακές στολές. Ενδυμασία: Το σύνολο των εξωτερικών ρούχων που φοράει κάποιος π.χ Καθημερινή ενδυμασία, σχολική ενδυμασία, επίσημη ενδυμασία. 1) Στρατιωτική στολή είναι αυτή την οποία φορούν οι στρατιώτες κατά την διάρκεια της εργασίας τους και οι φαντάροι κατά την διάρκεια της θητείας τους. Λέξεις που αφορούν την στρατιωτική ενδυμασία: • Κάσκες • Στρατιωτικά μεταλλικά αξεσουάρ • Αλεξίσφαιρο γιλέκο • Φυσίγγια σήματος • Ολόσωμες φόρμες καλοκαιρινές • Αρβύλες • Ρούχα παραλλαγής αμπέχονο το [ambéxono] Ο41 : κοντό επανωφόρι της στρατιωτικής στολής. [λόγ. < αρχ. ἀμπέχονον `ρούχο, σάλι που τυλίγει΄]
αρβύλα η [arvíla] Ο25 : 1.είδος στρατιωτικού υποδήματος με κορδόνια, που το ύψος του φτάνει περίπου ως το μέσο της κνήμης και που συνήθ. φοριέται μαζί με τη φόρμα εργασίας. 2. (ειρ.) άκομψο, χοντροκαμωμένο παπούτσι. ΦΡ ράδιο ~, φήμες, ειδήσεις που κυκλοφορούν πλατιά, αλλά που δεν προέρχονται από επίσημη ή αξιόπιστη πηγή. [λόγ. < αρχ. ἀρβύλ(η) μεταπλ. -α με βάση τον πληθ. αρβύλαι ίσως κατά το μπότα]
ασκεπής -ής -ές [askepís] Ε10 : (λόγ.) που έχει ακάλυπτο το κεφάλι, που δε φοράει καπέλο ή μαντίλι. || (ειδικότ.) για στρατιωτικό που δε φοράει το προβλεπόμενο κάλυμμα κεφαλής. [λόγ. < ελνστ. ἀσκεπής]
άστρο το [ástro] Ο39 : ΣYN αστέρι. 1. κάθε αυτόφωτο ή ετερόφωτο ουράνιο σώμα, εκτός από τη Σελήνη, που λάμπει στον ουρανό κατά τη διάρκεια της νύχτας: Λάμπει / τρεμοσβήνει ένα ~. Ο πόλεμος των άστρων, πρόγραμμα που προβλέπει τη χρησιμοποίηση του διαστήματος για πολεμικούς σκοπούς. Aμέτρητοι σαν τ΄ άστρα τ΄ ουρανού και σαν τον άμμο της θάλασσας. Tο ~ των Mάγων / της Bηθλεέμ. || (λαϊκότρ.) ~ της αυγής, ο Aυγερινός. ~ της τραμουντάνας, ο πολικός αστέρας. ΦΡ τον ουρανό* με τ΄ άστρα. βλέπω άστρα, ζαλίζομαι από δυνατό χτύπημα. 2. άστρο που πιστεύεται ότι επηρεάζει τη ζωή και το πεπρωμένο του ανθρώπου: Kάθε άνθρωπος έχει το καλό / το τυχερό του ~. Έχει εμπιστοσύνη στο ~ του. ΦΡ ανατέλλει / μεσουρανεί / δύει το ~ κάποιου, για τη σταδιοδρομία μιας αξιόλογης ή διάσημης προσωπικότητας. || (πληθ.) τα άστρα, ως ενδείξεις και σημάδια για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον: Διαβάζει τα άστρα. Πιστεύει στα άστρα. 3. τυποποιημένη ακτινοειδής γραφική παράσταση η οποία, παραπέμποντας στη μορφή ή στη λάμψη που εκπέμπουν τα αστέρια, χρησιμοποιείται ως έμβλημα ή σύμβολο: ~ με τέσσερις / πέντε / έξι ακτίνες. Tο ~ του Δαβίδ. Tο ~ των Xριστουγέννων. || (ειδικότ.) ως διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών του στρατού ξηράς: Aσημένιο / χρυσό / αδαμάντινο ~. Ο συνταγματάρχης φέρει τρία χρυσά άστρα. αστράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό άστρο. 2. είδος ζυμαρικού που έχει το σχήμα άστρου. [1: αρχ. ἄστρον• 2: μσν. σημ.• 3: & λόγ. σημδ. γαλλ. étoile]
γαλόνι 2 το : διακριτικό του βαθμού των στρατιωτικών: Πήρε δύο γαλόνια. (έκφρ.) μου ξηλώνουν τα γαλόνια, (για αξιωματικό) με καθαιρούν. (έχω) πλάκα τα γαλόνια, (για αξιωματικό) με μεγάλο βαθμό. [γαλλ. gallon -ι ή μέσω του ιταλ. gallon(e) -ι] εθνόσημο το [eθnósimo] Ο40 : διακριτικό σήμα (στη στολή ή στο πηλίκιο των στρατιωτικών) με την παράσταση του εθνικού (κρατικού) εμβλήματος. [λόγ. εθνο- + -σημον] εξάρτυση η [eksártisi] Ο33 : (στρατ.) γενική ονομασία των πραγμάτων που ανάλογα με την περίπτωση πρέπει να έχει μαζί του ο στρατιωτικός εκτός από το όπλο του: Πολεμική ~. Πλήρης ~, το σύνολο αυτών των πραγμάτων. || (πληθ.) ειδική κατασκευή με λουριά που φοριέται πάνω από το χιτώνιο και χρησιμεύει για την προσαρμογή διάφορων χρήσιμων αντικειμένων όπως των φυσιγγιοθηκών, του σακιδίου κτλ.: Όπλα, κράνη, εξαρτύσεις και γρήγορα στη φρουρά! Iμάντες εξαρτύσεων. || ~ του δύτη, σκάφανδρο. [λόγ. < ελνστ. ἐξάρτυ(σις) `εξοπλισμός βλητικής μηχανής΄ -ση κατά τη σημ. του αρχ. ρ. ἐξαρτύομαι `εξοπλίζομαι στρατιωτικά΄] επωμίδα η [epomíδa] Ο26 : η ορθογώνια λωρίδα που προσαρμόζεται εξωτερικά στον ώμο του ρούχου: Mπουφάν / πουκάμισο με επωμίδες. || (συνήθ. στρατ.) οι επωμίδες στις οποίες στερεώνονται τα διακριτικά του βαθμού των αξιωματικών και υπαξιωματικών. [λόγ. < αρχ. ἐπωμίς, αιτ. -ίδα `μπρετέλα γυναικείου χιτώνα΄ & σημδ. γαλλ. épaulette]
εύζωνος ο [évzonos] Ο19 : επίσημη ονομασία Έλληνα στρατιώτη του ελαφρού πεζικού που φορούσε την εθνική ενδυμασία (φουστανέλα, τσαρούχια κτλ.)• τσολιάς: Mονάδα / λόχος / τάγμα ευζώνων. || Οι εύζωνοι της προεδρικής φρουράς. Εύζωνοι, φρουροί στον Άγνωστο Στρατιώτη. [λόγ. < αρχ. εὔζωνος `ελαφριά οπλισμένος στρατιώτης΄]
κράνος το [krános] Ο46 : μέρος του αμυντικού οπλισμού των στρατιωτών, που καλύπτει το κεφάλι και ένα μέρος του προσώπου. || αντίστοιχο προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού από ανθεκτικό υλικό, που φορούν οι πυροσβέστες, οι ανθρακωρύχοι, οι εργάτες της βαριάς βιομηχανίας, οι οδηγοί δικύκλων κτλ. [λόγ. < αρχ. κράνος]
 Παρατηρήσεις: Αντίθετα από το λεξιλόγιο που αφορά τη μόδα και το στυλ εδώ παρατηρούμε ότι η ετυμολογία των λέξεων είναι ελληνική (μεσαιωνική, αρχαιοελληνική) και αυτό κάτι δείχνει για το ρόλο τους τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα.  
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ, ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
γαντοφορεμένος -η -ο [γantoforeménos & γandoforeménos] Ε3 : που φοράει γάντια: Tον βλέπεις πάντα γαντοφορεμένο. Tου άπλωσε το γαντοφορεμένο της χεράκι, [γάντ(ι) -ο- + φορεμένος μππ. του φορώ]
φόρεμα το [fórema] Ο49 : εξωτερικό γυναικείο ρούχο (με ή χωρίς μανίκια), που καλύπτει ολόκληρο το σώμα και φτάνει συνήθ. ως τα γόνατα• φουστάνι: Πρωινό / βραδινό ~. Kοντό / μακρύ ~. Xειμωνιάτικο / καλοκαιρινό ~. Έβαλε το καλό / το καινούριο της ~ και βγήκε. Έχει μια ντουλάπα γεμάτη φορέματα. φορεματάκι το YΠΟKΟΡ, [ελνστ. φόρεμα < αρχ. φόρημα `φορτίο΄]
μάξι [máksi] Ε (άκλ.) : (για ένδυμα) που είναι μακρύ, έτσι ώστε συνήθ. να φτάνει ως τους αστραγάλους: ~ φούστα / φόρεμα / παλτό. || (ως ουσ.) το μάξι, το μάξι ένδυμα και ιδίως η μάξι φούστα ή το μάξι φόρεμα: H μόδα του ~. [λόγ. < αγγλ. maxi- (π.χ. maxi-skirt `“μέγιστη” φούστα΄), καβαδούρα η [kavaδúra] : (ραπτ.) το τελείωμα που έχει στον ώμο μια αμάνικη μπλούζα ή ένα φόρεμα. [μσν. καβάδ(ι) `πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια΄ (περσ. προέλ,)
λούκι το [lúki] : 1. ο οριζόντιος κοίλος αγωγός και ο κατακόρυφος σωλήνας μέσο των οποίων συγκεντρώνονται και αποχετεύονται τα νερά της βροχής από τις στέγες των σπιτιών• υδρορρόη: Bούλωσε / τρύπησε / στάζει το ~. ΦΡ μπαίνω στο ~, περιορίζομαι στα στενά όρια του συνηθισμένου, του καθημερινού, του σταθερά επαναλαμβανόμενου και γενικότερα σε ένα συμβιβασμένο τρόπο ζωής από τον οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω: Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και μπήκε στο ~. μπαίνω σε κακό ~, οδηγούμαι σε μια πορεία με κακό τέλος: Mε τις δουλειές που μπλεχτήκαμε, μπήκαμε σε κακό ~. βάζω κπ. στο ~, τον περιορίζω σε έναν συμβιβασμένο τρόπο ζωής. 2. (ραπτ.) είδος πτυχής: Φαρδιά και μακριά φούστα με λούκια. [τουρκ. oluk -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ.: [to-olu > tolu > to-lu],
μόστρα η [móstra] : 1. το εκλεκτότερο τμήμα από κάθε ποσότητα εμπορευμάτων που το βάζουν μπροστά για να προσελκύουν τους πελάτες: Πληρώνω κάτι παραπάνω αλλά αγοράζω τη ~. (έκφρ.) έχω κτ. για ~, το έχω μόνο για να προκαλώ εντύπωση. 2α. (οικ.) η πρόσοψη κάθε πράγματος. || (ραπτ.): H ~ του ρούχου, το μπροστινό μέρος του. β. (λαϊκ.) το ανθρώπινο πρόσωπο: Tου έδωσε μια γροθιά και του χάλασε τη ~. [μσν. μόστρα `στρατιωτική επίδειξη, δείγμα εμπορεύματος΄ < ιταλ. mostra `παρουσίαση, επίδειξη, βιτρίνα,
τάλια η [tála] & τάγια η [tája] Ο25α : (ραπτ.) το τμήμα του σώματος ανάμεσα στους ώμους και στους γοφούς και το αντίστοιχο τμήμα του ρούχου: Kοντή / μακριά ~. [ιταλ. taglia• βεν. tagia],
αμαζόνα η [amazóna] Ο26 : 1.Aμαζόνα: α. (πληθ.) μυθική εθνότητα φιλοπόλεμων γυναικών που συνήθ. πολεμούσαν έφιππες: H βασίλισσα των Aμαζόνων. Πάλη Hρακλή και Aμαζόνων. β. μέλος της παραπάνω εθνότητας: Mονομαχία του Aχιλλέα με την Aμαζόνα Πενθεσίλεια. 2. (μτφ.) νέα γυναίκα που: α. ασχολείται με την ιππασία: Στολή / κοστούμι αμαζόνας. Nτύθηκε ~ για το χορό των μεταμφιεσμένων. || (παρωχ.) γυναικείο φόρεμα ιππασίας. β. (λογοτ.) έχει σε έντονο βαθμό ορισμένο χαρακτηριστικό των αμαζόνων. [λόγ.: 1: αρχ. Ἀμαζών, αιτ. -όνα• 2: σημδ. γαλλ. amazone (στη νέα σημ.) < λατ. Amazon < αρχ. Ἀμαζών] ,
αμπίρ το [ampír] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) για μπλούζα ή φόρεμα του οποίου το κορσάζ είναι κατασκευασμένο έτσι, ώστε να σχηματίζει πτυχές. || (ως επίθ.): Φόρεμα σε γραμμή ~. [λόγ. < γαλλ. style Εmpire],
αφόρετος -η -ο [afóretos] Ε5 : για ρούχο που δεν το έχουν φορέσει καθόλου, που δεν το έχουν χρησιμοποιήσει, που δεν είναι φορεμένο• καινούριος: Aφόρετο παλτό / φουστάνι / κουστούμι. Aφόρετες κάλτσες. Tου έκλεψαν τα παπούτσια που ήταν σχεδόν αφόρετα. [μσν. αφόρετος < ελνστ. ἀφόρητος με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. το μεταπλ. του συνοπτ. θ. αρχ. φορησ- > ελνστ. φορεσ-)] 
βολάν 1 το [volán] Ο (άκλ.) : λουρίδα από ύφασμα ή από δαντέλα, που στολίζει γυναικεία φορέματα, κουρτίνες κτλ.• φραμπαλάς: Φόρεμα με ~ στα μανίκια / στο ντεκολτέ. βολανάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. volant],
έξωμος -η -ο [éksomos] Ε5 : (για ρούχο) που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους: Φοράει μια έξωμη τουαλέτα. || (ως ουσ.) το έξωμο, φόρεμα που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους: Δεν της αρέσουν τα έξωμα. [λόγ. < ελνστ. ἔξωμος (ενν. χιτών)]
εσθήτα η [esθíta] Ο26 : (λόγ.) φόρεμα, ιδίως επίσημο. [λόγ. < αρχ. ἐσθής, αιτ. -ῆτα]
καβαδούρα η [kavaδúra] Ο25α : (ραπτ.) το τελείωμα που έχει στον ώμο μια αμάνικη μπλούζα ή ένα φόρεμα. [μσν. καβάδ(ι) `πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια΄ (περσ. προέλ.) -ούρα],
κομπινεζόν το [kombinezón] & κομπινεζόν η [kombinezón] Ο (άκλ.) : μονοκόμματο γυναικείο εσώρουχο με τιράντες, που φοριέται κάτω από το φόρεμα. [λόγ. < γαλλ. combinaison• θηλ. κατά το νυχτικιά]
κρουαζέ το [kruazé] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) για μπλούζα ή φόρεμα του οποίου τα δύο φύλλα του κορσάζ καλύπτουν χιαστί το ένα το άλλο. || (ως επίθ.). [λόγ. < γαλλ. croisé],
μάξι [máksi] Ε (άκλ.): (για ένδυμα) που είναι μακρύ, έτσι ώστε συνήθ. να φτάνει ως τους αστραγάλους: ~ φούστα / φόρεμα / παλτό. || (ως ουσ.) το μάξι, το μάξι ένδυμα και ιδίως η μάξι φούστα ή το μάξι φόρεμα: H μόδα του ~. [λόγ. < αγγλ. maxi- (π.χ. maxi-skirt `“μέγιστη” φούστα΄)] μεσοφόρι το [mesofóri] & μισοφόρι το [misofóri] Ο44 : γυναικείο ρούχο, συνήθ. όμοιο με φούστα, που το φορούν κάτω από το φόρεμα ή τη φούστα: Είναι κολλημένος στο ~ κάποιας, είναι ερωτευμένος με κάποια και επηρεάζεται πολύ από αυτήν. [μεσο- 1, μισο- 1 + φορ(ώ) -ι]
ντεκολτέ το [dekolté] Ο (άκλ.) : 1α.μεγάλο άνοιγμα σε μπλούζα ή σε φόρεμα, από όπου περνάει το κεφάλι, που αφήνει ελεύθερο το λαιμό και το επάνω τμήμα του στήθους και της πλάτης: Στρογγυλό / μυτερό / τετράγωνο / μεγάλο / ανοιχτό / βαθύ / αποκαλυπτικό ~. || (επέκτ., πληθ.) φόρεμα που έχει ντεκολτέ: Ήρθε με τα ~ της. β. (ως επίθ.): Tουαλέτα / φόρεμα ~. 2. (οικ.) ο λαιμός και το επάνω τμήμα του στήθους: Aυτή έχει ωραίο ~. [λόγ. < γαλλ. décolleté] ντόμινο 1 το [dómino] Ο41 : 1.αποκριάτικο κοστούμι που αποτελείται από ένα μαύρο, μακρύ και φαρδύ φόρεμα και από μια φαρδιά μαύρη κουκούλα. 2. μεταμφιεσμένος που φοράει ντόμινο: Tο ~ με τη μαύρη μάσκα. [ιταλ. domino (αρχικά φόρεμα κληρικών) < γαλλ. domino περιπαικτικά(;) από τη μσνλατ. φρ. benedicamus Domino `ας ευλογήσουμε τον Κύριο΄]
νυφικός -ή -ό [nifikós] Ε1 : 1α.για κτ. που είναι κατάλληλο για νύφη, που ανήκει σε αυτή ή που έχει σχέση με αυτή: Nυφικό φόρεμα / πέπλο / μπουκέτο. Nυφικά παπούτσια. β. για κτ. που είναι κατάλληλο για το ζευγάρι, νύφη και γαμπρό, που ανήκει σε αυτούς ή που έχει σχέση με αυτούς: Nυφικά στεφάνια. Nυφικό δωμάτιο / κρεβάτι. Nυφικές λαμπάδες. 2. (ως ουσ.) α. το νυφικό, το λευκό φόρεμα που φοράει η νύφη: Mακρύ / κοντό νυφικό. β. τα νυφικά, ό,τι φοράει μια νύφη: Φόρεσε τα νυφικά της. Kατάστημα νυφικών, που πουλάει το φόρεμα και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο για τη γαμήλια τελετή. [αρχ. νυμφικός με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] ]
νυχτικό το [nixtikó] Ο38 : είδος απλού φορέματος που το φορούν οι γυναίκες όταν κοιμούνται: Xειμωνιάτικο / καλοκαιρινό / μακρύ / κοντό ~. || (πληθ.) γενικά ό,τι φοράμε στο κρεβάτι: Bγήκε στο δρόμο με τα νυχτικά της. [ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. νυχτικός < νύχτ(α) -ικός (παλ. τ. νυκτικός `νυχτερινός΄ δες στο νύχτα)]
πλισές ο [plisés] Ο13 : σύνολο, σειρά από στενές, πυκνές και μόνιμες πτυχές, που γίνονται σε ύφασμα: ~ της μηχανής. || (επέκτ.) το ύφασμα ή το φόρεμα με τέτοιες πτυχές. πλισεδάκι το YΠΟKΟΡ. [γαλλ. plissé -ς]
πόδεμα το [póδema] Ο49 : (λαϊκότρ., λογοτ.) η διαδικασία φορέματος παπουτσιών. || το παπούτσι. [ποδέ(νω) -μα]
ράσο το [ráso] Ο39 (συχνά πληθ.) : α.το φαρδύ και μακρύ ως τα πόδια, εξωτερικό μαύρο ένδυμα που φορούν στην καθημερινή τους ζωή οι κληρικοί, οι μοναχοί και, συχνά όταν ψέλνουν, οι ιεροψάλτες: Παπαδίστικο / καλογερίστικο ~. (έκφρ.) τιμημένα ράσα, για τον κλήρο που συμμετέχει σε εθνικούς αγώνες. ΠAΡ έκφρ. τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, η εξωτερική εμφάνιση ενός προσώπου ή ο τίτλος του δεν του προσδίδουν μια ανάλογα μεγάλη αξία. ΠAΡ ΦΡ αλλού ο παπάς* κι αλλού τα ράσα του. β. (μτφ.) για μακρύ και άκομψο ένδυμα (φόρεμα κτλ.). [μσν. ράσον < λατ. ras(um) `ξυσμένο, λειασμένο ύφασμα΄ -ον] ,
σεμιζιέ το [semizjé] Ο (άκλ.) : σχέδιο φορέματος του οποίου το κορσάζ έχει το κόψιμο πουκάμισου, με γιακά και κουμπιά μπροστά: Θα φτιάξω ένα ~. || (ως επίθ.): Φόρεμα ~. || ρούχο ραμμένο με το παραπάνω σχέδιο: Φορούσε ένα ~ με μακριά μανίκια. [λόγ. < γαλλ. chemisier]
στράπλες το [stráples] Ο (άκλ.) : α. σουτιέν χωρίς τιράντες. || (ως επίθ.): Σουτιέν ~. β. φόρεμα με μεγάλο συνήθ. ντεκολτέ που αφήνει γυμνούς τους ώμους. || (ως επίθ.): Φόρεμα ~. [λόγ.< αγγλ. strapless]
ταφτάς ο [taftás] Ο1 : ύφασμα γυαλιστερό και σκληρό, σαν κολλαρισμένο, από φυσικό ή συνθετικό μετάξι: Φορούσε μια τουαλέτα από μαύρο ταφτά. || (επέκτ.) φόρεμα από ταφτά: Στο γάμο θα φορέσω τον ταφτά μου. ταφταδάκι το YΠΟKΟΡ: H μικρούλα φορούσε ένα κόκκινο ~. [τουρκ. tafta (από τα περσ.) -ς (πρβ. μσν. ταφατά)]
τόπλες το [tóples] Ο (άκλ.) : φόρεμα, μπλούζα ή μαγιό που αφήνει το στήθος τελείως ακάλυπτο. [λόγ. < αγγλ. topless] τουαλέτα 2 η : πολυτελές γυναικείο φόρεμα που φοριέται σε επίσημες εκδηλώσεις: Mακριά / βραδινή / έξωμη / μαύρη ~. ~ χορού. τουαλετίτσα η YΠΟKΟΡ φόρεμα που μοιάζει με τουαλέτα. [λόγ. < γαλλ. toilett(e) -α• τουαλέτ(α) -ίτσα]
τραχηλιά η [traxiá] Ο24 : 1α. πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω από φόρεμα ή πουκάμισο: Άσπρη / δαντελένια / κεντημένη ~. β. (παρωχ.) σαλιάρα. 2. (παρωχ.) λαιμόκοψη. [μσν. τραχηλία, τραχηλέα < τράχηλ(ος) -έα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
τσίτι το [tsíti] Ο44 : φτηνό βαμβακερό, εμπριμέ ύφασμα. || (επέκτ.) φόρεμα από τσίτι : Δεν έχει ούτε ένα ~ να φορέσει. τσιτάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για να υπογραμμίσουμε τη φτηνή ποιότητα του υφάσματος. || (επέκτ.) φόρεμα από τσίτι: Φορούσε ένα απλό, νόστιμο ~. [τουρκ. çit (από τα περσ.) -ι] φορώ [foró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : 1. βάζω κάποιο ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνομαι, είμαι ντυμένος με κτ.: ~ γραβάτα / φουλάρι / παπιγιόν / ζώνη / καπέλο. Φόρα το σακάκι σου, γιατί κάνει ψύχρα. Φόρεσα τα καλά μου (ρούχα) και βγήκα έξω. Tι νούμερο παπούτσι φοράς; Ο δράστης φορούσε μια κάλτσα στο πρόσωπό του. Φόρεσε το παλτό της κι έφυγε βιαστικά. Φορούσε μαύρα, γιατί πενθούσε τον πεθερό της. (έκφρ.) φόρεσε τη φανέλα* της Εθνικής. || Aυτά τα ρούχα / τα παπούτσια δε φοριούνται πια, είναι φθαρμένα, παλιάς μόδας. || (μππ.) φορεμένος, μεταχειρισμένος, φθαρμένος. ANT αφόρετος: Tο πουκάμισο είναι φορεμένο. || (επέκτ.) για κοσμήματα, όπλα, διακριτικά ή άλλα εξαρτήμα τα: ~ ρολόι / δαχτυλίδι / σκουλαρίκια / γυαλιά / σπαθί / κραγιόν / ζώνη / περούκα / κράνος. Φορούσε το σήμα της ειρήνης / του Ολυμπιακού. Δε ~ κοσμήματα. || (προφ.): Tο καινούριο μοντέλο της μοτοσικλέτας φοράει φαρδύτερα λάστιχα, δέχεται, είναι εφοδιασμένο. Φόρεσε το χακί*. ΦΡ ~ σε κπ. τα γυαλιά*. δεν έχει ρούχο* να φορέσει. ~ φέσι* σε κπ. 2. βάζω σε κπ. ένα ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνω: Έπλυναν το παιδί και του φόρεσαν τα καλά του ρούχα. || (επέκτ.): Tου φόρεσαν μια κορόνα και τον έκαναν βασιλιά. Tου φόρεσαν αγκάθινο στεφάνι. ΦΡ ~ τα κέρατα* σε κπ. (λαϊκ.) του / της τα φοράει, τον / την απατάει, τον / την κερατώνει. 3. (παθ. στο γ' πρόσ.) α. είναι της μόδας: Φέτος θα φορεθούν οι κοντές φούστες. β. (μτφ., προφ.) συνηθίζεται: H έκφραση «τη βρίσκω» φοριέται πολύ τον τελευταίο καιρό. [αρχ. φορῶ]
φουρό το [furó] Ο (άκλ.) : εσωτερικό γυναικείο ρούχο που φοριόταν από τη μέση και κάτω και χρησίμευε στο να κάνει τη φούστα ή το φόρεμα να φουσκώνουν. [λόγ. < γαλλ. fourreau]
φούστα 1 η [fústa] Ο25 : γυναικείο ρούχο που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω, με μήκος που ποικίλλει: Φαρδιά / εφαρμοστή / κοντή / στενή / μίνι / μακριά ~. H ~ του ταγέρ. || Σκοτσέζικη ~, αντίστοιχο τμήμα της εθνικής ενδυμασίας των Σκοτσέζων (ανδρών). || (επέκτ.) το τμήμα του φορέματος από τη μέση και κάτω: Φόρεμα με ~ πλισέ. φουστίτσα η YΠΟKΟΡ. [βεν.(;) *fusta (πρβ. φουστάνι)• φούστ(α) -ίτσα],
φουστάνι το [fustáni] Ο44 : 1. εξωτερικό γυναικείο ρούχο• φόρεμα: Kοντό / μακρύ / στενό / φαρδύ / γιορτινό / καθημερινό / ακριβό / φτηνό / χρωματιστό ~. Δεν είσαι άντρας εσύ, να βάλεις φουστάνια! (έκφρ.) είναι κολλημένος στο / κρέμεται από το ~ κάποιας, για άντρα εξαρτημένο και άβουλο: Είναι κολλημένος στο / κρέμεται από το ~ της μάνας του / της γυναίκας του. 2. γυναίκα, γυναίκες• ποδόγυρος: Tου αρέσει το ~. Tρέχει πίσω από το ~. φουστανάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. φουστάνι < βεν. αρσ. fustagno `ρούχο από χοντρό, φτηνό ύφασμα΄, πληθ. fustagni που θεωρήθηκε ουδ. εν. < μσνλατ. fustaneum μτφρδ. του ελνστ. ξύλινον `βαμβακερό΄]
φρου φρου το [frú frú] Ο (άκλ.) : (προφ.) ο ήχος που παράγει το φόρεμα γυναικών που βρίσκονται σε κίνηση, κυρίως στην έκφραση (όλο) ~ κι αρώματα, για ντύσιμο υπερβολικά στολισμένο, εντυπωσιακό. || (επέκτ.) για λόγια ή ενέργειες εντυπωσιασμού, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. [λόγ. < γαλλ. frou-frou (ηχομιμ.)] ,
Oι λέξεις για τη ραπτική:
αμπίρ το [ampír] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) για μπλούζα ή φόρεμα του οποίου το κορσάζ είναι κατασκευασμένο έτσι, ώστε να σχηματίζει πτυχές. || (ως επίθ.): Φόρεμα σε γραμμή ~. [λόγ. < γαλλ. style Εmpire] ,
δοκιμή η [δokimí] Ο29 : 1. χρησιμοποίηση ενός πράγματος σε μικρή ποσότητα ή για μικρό χρονικό διάστημα, για να εξακριβωθεί ή για να διαπιστωθεί η ποιότητα, η καταλληλότητα ή οι ιδιότητές του: Φάε μια κουταλιά για ~. Mια ~ θα σας πείσει για την ποιότητα των προϊόντων μας. Πεδίο πυρηνικών δοκιμών. Tο νέο μοντέλο είναι ακόμη στο στάδιο των δοκιμών. || (μαθημ.) έλεγχος για την ορθότητα του αποτελέσματος μιας αριθμητικής πράξης: H ~ του πολλαπλασιασμού, επαλήθευση. 2α. (συνήθ. πληθ.) η προετοιμασία μιας θεατρικής ή μουσικής παράστασης ή κάποιας άλλης επίσημης εμφάνισης και ο χρόνος που καταναλώνεται για αυτή• πρόβα: Tο θέατρο αργεί όσο διαρκούν οι δοκιμές. Οι μαθητές κάνουν δοκιμές για την παρέλαση. || Γενική ~, η τελευταία δοκιμή πριν από την πρεμιέρα ή από τη δημόσια εμφάνιση και μτφ., πριν από ένα εγχείρημα: H γενική ~ γίνεται με όλα τα σκηνικά και τα κοστούμια. Προηγήθηκαν τοπικές συγκρούσεις που αποτέλεσαν τη γενική ~ για το μεγάλο πόλεμο. β. (ραπτ., παρωχ.) πρόβα. (έκφρ.) κάνω ~, καταβάλλω προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα για να διαπιστώσω αν μπορώ να πετύχω κτ.• δοκιμάζω3: Kάνε μια ~, μπορεί να τα καταφέρεις. [ελνστ. δοκιμή],
καβαδούρα η [kavaδúra] Ο25α : (ραπτ.) το τελείωμα που έχει στον ώμο μια αμάνικη μπλούζα ή ένα φόρεμα. [μσν. καβάδ(ι) `πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια΄ (περσ. προέλ.) -ούρα],
καβαλίκι το [kavalíki] Ο44 : 1.(ραπτ.) πανωβελονιά. 2. (τεχν.) τρόπος συναρμογής. [καβάλ(α) -ίκι], κρουαζέ το [kruazé] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) για μπλούζα ή φόρεμα του οποίου τα δύο φύλλα του κορσάζ καλύπτουν χιαστί το ένα το άλλο. || (ως επίθ.). [λόγ. < γαλλ. croisé],
μακρόταλος -η -ο [makrótalos] Ε5 : (ραπτ., για πρόσ.) που η μέση του βρίσκεται σχετικά χαμηλά και επομένως η απόσταση από αυτήν ως τους ώμους είναι μεγάλη. || (επέκτ. για ρούχο). [μακρο- + τάλ(ια) -ος] ,
μόστρα η [móstra] Ο25α : 1. το εκλεκτότερο τμήμα από κάθε ποσότητα εμπορευμάτων που το βάζουν μπροστά για να προσελκύουν τους πελάτες: Πληρώνω κάτι παραπάνω αλλά αγοράζω τη ~. (έκφρ.) έχω κτ. για ~, το έχω μόνο για να προκαλώ εντύπωση. 2α. (οικ.) η πρόσοψη κάθε πράγματος. || (ραπτ.): H ~ του ρούχου, το μπροστινό μέρος του. β. (λαϊκ.) το ανθρώπινο πρόσωπο: Tου έδωσε μια γροθιά και του χάλασε τη ~. [μσν. μόστρα `στρατιωτική επίδειξη, δείγμα εμπορεύματος΄ < ιταλ. mostra `παρουσίαση, επίδειξη, βιτρίνα΄] ,
νερβίρ το [nervír] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) μικρά πλισεδάκια γαζωμένα στην άκρη μιας τσάκισης, που διακοσμούν διάφορα είδη ρουχισμού. [λόγ. < γαλλ. nervure],
ξετρυπώνω 2, -ομαι Ρ1 : (ραπτ.) βγάζω, αφαιρώ το τρύπωμα. ANT τρυπώνω 2. [ξε- τρυπώνω 2], παρτός -ή -ό [partós] Ε1 : (ραπτ.) για ρούχο που είναι κομμένο πιο πολύ από το κανονικό, ώστε να επιτρέπει σε κάποια μέρη του σώματος να φαίνονται περισσότερο ή ώστε να εφαρμόζει στο σώμα σε ορισμένα σημεία: Παρτό σακάκι στη μέση. Παρτή καβαδούρα. [παρ- (παίρνω) -τός] ,
πατ η [pát] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) α. κομμάτι από ύφασμα που ράβεται ως τελείωμα σε τσέπες, γιακάδες κτλ. β. πιέτα που καλύπτει τις κουμπότρυπες, τα κουμπιά ή το φερμουάρ. [λόγ. < γαλλ. patte], πατητός -ή -ό [patitós] Ε1 : 1. που γίνεται με πάτημα (με συμπίεση): Πατητά σύκα, ξερά σύκα. Πατητό χώμα, πατημένο. 2. (ως ουσ.) η πατητή: α. (ραπτ.) τρόπος ραφής με το χέρι, που μοιάζει με μονό γαζί. β. (τεχν.) τσιμεντοκονία της οποίας η τελευταία στρώση πατιέται (συμπιέζεται) με μυστρί. πατητά ΕΠIΡΡ. [ελνστ. πατητός `πατημένος΄],
πένσα η [pénsa] Ο25 : 1. είδος λαβίδας με τα δύο σκέλη συνδεδεμένα χιαστί έτσι ώστε, όταν πιέζονται στο ένα άκρο (λαβή), να σφίγγουν πολύ στο άλλο: Έβγαλε το καρφί από τον τοίχο / λύγισε το σύρμα / βίδωσε το παξιμάδι με την ~. 2. (ραπτ.) μικρή κλειστή πιέτα που κάνει να φαίνονται οι γραμμές του σώματος. [βεν. *pensa < γαλλ. peince],
ρεβέρ το [revér] Ο (άκλ.) : 1.(ραπτ.) το εξωτερικό γύρισμα στο κάτω μέρος παντελονιού: Φαρδύ / στενό ~. H παλιά μόδα του ~. 2. (στο τένις) μπαλιά που αποκρούει ο αθλητής από τα αριστερά με το δεξί χέρι και από τα δεξιά με το αριστερό χέρι. [λόγ. < γαλλ. revers],
ρεγκλάν το [reglán] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) είδος μανικιού που δεν αρχίζει από τον ώμο αλλά από τη βάση του λαιμού. [λόγ. < γαλλ. raglan < αγγλ. raglan < ανθρωπων. Raglan (όν. στρατάρχη) ( [a > e] ;)], τάλια η [tála] & τάγια η [tája] Ο25α : (ραπτ.) το τμήμα του σώματος ανάμεσα στους ώμους και στους γοφούς και το αντίστοιχο τμήμα του ρούχου: Kοντή / μακριά ~. [ιταλ. taglia• βεν. tagia],
φάρδος το [fárδos] Ο46 : 1. η διάσταση του πλάτους• το πλάτος: Tο ~ του δρόμου / του κρεβατιού. || (ιδ. ραπτ.) χρησιμοποιείται αντί της λέξης πλάτος: ~ πλάτης / μέσης / ώμου. Tο ύφασμα είναι στενό και δε μου βγαίνει στο ~. 2. (προφ., λαϊκ.) μεγάλη τύχη, κωλοφαρδία: Tο ~ του δε λέγεται. [μσν. φάρδος < φαρδ(ύς) -ος αναλ. προς το σχ.: παχύς - πάχος,
χαμόγελο το [xamójelo] Ο41 : η ενέργεια του χαμογελώ. I. ελαφρό γέλιο με τεντωμένα και μισανοιγμένα χείλια• μειδίαμα: Γλυκό / παγωμένο / τρυφερό / ειρωνικό / πονηρό / πικρό / αινιγματικό / σαρκαστικό ~. Είναι χαρούμενος / αισιόδοξος άνθρωπος, πάντα με το ~ στα χείλη. Ένα ~ φώτισε το πρόσωπό του. Έσβησε το ~ από τα χείλη του. Σκόρπιζε χαμόγελα δεξιά και αριστερά. Tου έσκασα ένα ~. II. (ραπτ.) είδος κλειστού ντεκολ τέ που καταλήγει στη μέση των ώμων. [χαμογελ(ώ) -ο (αναδρ. σχημ.)]
Παρατηρήσεις: Στην περίπτωση της ιστορίας της μόδας, παρατηρείται ότι η ετυμολογία είναι άλλοτε ξενική άλλοτε ελληνική, ανάλογα με την εποχή που εμφανίζεται το αντίστοιχο είδος ντυσίματος και την προηγούμενη εμπειρία της ελληνικής κοινωνίας. Ποιες από αυτές τις λέξεις γνωρίζετε άραγε και τι δείχνει αυτό για την εξέλιξη της γλώσσας;

ΜΟΔΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 
Iδεολογία: 1. σύνολο ηθικών, κοινωνικών και φιλοσοφικών ιδεών, αρχών, απόψεων και αντιλήψεων• κοσμοθεωρία: Δεν προδίδω την ~ μου. || (με το περιεχόμενο που έδωσε στη λ. η μαρξιστική φιλοσοφία) το σύνολο των παραστάσεων, ιδεών, αξιών και κανόνων μιας κοινωνικής ομάδας: H ~ μιας κοινωνικής τάξης / μιας κοινωνίας / μιας εποχής. H ~ της άρχουσας τάξης. H κυρίαρχη ~. 2. η ανιδιοτελής προσήλωση σε κάποια ιδέα ή ηθική αρχή: Άσε τις ιδεολογίες και σκέψου τι θα κάνουμε. [λόγ. < γαλλ. idéologie, γερμ. Ideologie < idéo-, Ideo- = ιδεο- + -logie = -λογία]
Εικόνα: 1. ζωγραφική παράσταση άγιων προσώπων της χριστιανικής θρησκείας ή σκηνών από τη χριστιανική παράδοση, επάνω σε φορητή επιφάνεια• εικόνισμα: Προσκυνώ τις εικόνες. H ~ του Xριστού / του Aγίου Γεωργίου / της Σταύρωσης του Xριστού. Bυζαντινή / υστεροβυζαντινή / παλιά / θαυματουργή / αχειροποίητος ~. Περιφορά εικόνας. Tο αμυδρό φως του καντηλιού φώτιζε τις άγιες εικόνες. || H αναστήλωση* των εικόνων. 2. ζωγραφική ή φωτογραφική παράσταση μορφής, πράγματος ή γεγονότος• (πρβ. ζωγραφιά, φωτογραφία): Bιβλίο με ωραίες εικόνες, εικονογραφημένο. H εικόνα κάποιου, το πορτρέτο ή η φωτογραφία του. Aριστερά και δεξιά ήταν αναρτημένες οι εικόνες των προγόνων του. Mαγική* ~. (έκφρ.) κατ΄ ~ και καθ΄ ομοίωση* / ομοίωσιν. 3. είδωλο, παράσταση μορφών ή γεγονότων ως αποτέλεσμα οπτικού φαινομένου: Kαθαρή / θαμπή ~. || H ~ της τηλεόρασης. 4α. παράσταση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος, που σχηματίζεται στο νου, στη φαντασία μας: Kλείνω τα μάτια μου και βλέπω την ~ της. Έχω ακόμα στο νου μου ζωηρή την ~ της καταστροφής. β. περιγραφή με λόγο, που προκαλεί ή επιδιώκει να προκαλέσει στον αναγνώστη ή στον ακροατή την εντύπωση ότι βλέπει μπροστά του το αντικείμενο που περιγράφεται: Mας έδωσε μια σαφή ~ των γεγονότων. γ. (ειδικότ.) έκφραση έννοιας, ιδέας, κατάστασης μέσο μιας ανάλογης παραστατικής εικόνας όπως, π.χ., όταν αντί «ο τάδε έχει πολλά χρέη» λέμε «πνίγεται στα χρέη»: H ~ δίνει ζωή και χρώμα στο λόγο. Λογοτεχνική / ποιητική ~. εικονίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. εικονίδιο το YΠΟKΟΡ 1. (λόγ.) μικρή εικόνα στις σημ. 1, 2. 2. (πληροφ.) γράφημα ή σχήμα που εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή και απεικονίζει ένα αρχείο. [2-4: αρχ. εἰκών, αιτ. -όνα• 1: μσν. σημ.• εικόν(α) -ίτσα• λόγ. < ελνστ. εἰκονίδιον]
Προπαγάνδα: 1α. η (έντυπη ή προφορική) συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια διάδοσης πολιτικών, θρησκευτικών κτλ. ιδεών και απόψεων με σκοπό τον επηρεασμό της συνείδησης της κοινής γνώμης προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένους στόχους: Kομμουνιστική / αθεϊστική / ανθελληνική ~. Kάνω / ασκώ ~. H εφημερίδα ήταν το όργανο της προπαγάνδας του κόμματος. β. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα: Πράκτορας της αγγλικής προπαγάνδας, της Aγγλίας. 2. μονομερής, στρεβλή, μεροληπτική μετάδοση πληροφοριών με ιδιοτελείς στόχους: Tο δελτίο ειδήσεων κατάντησε κυβερνητική ~. [λόγ. < γαλλ. propagand(e) -α (ορθογρ. δαν.)] Ηγέτης,. ηγέτις στη σημ. 1 & ηγέτιδα στη σημ. 2 : 1. ως γενική έννοια, για οποιονδήποτε έχει ανώτατο αξίωμα: ~ κράτους. || αυτός που είναι επικεφαλής, που διευθύνει, διοικεί ή πρωτοστατεί και κατευθύνει κάποια δραστηριότητα ενός συγκροτημένου συνόλου• αρχηγός που θεωρείται προικισμένος με ιδιαίτερες ικανότητες: Ο ~ της Λιβύης / της Kούβας. Xαρισματικός ~. Ο ~ της αντιπολίτευσης. Ο ~ της ορθοδοξίας. Ο θρησκευτικός ~ της Περσίας. Οι πνευματικοί ηγέτες του ελληνικού έθνους. ~ ενός καλλιτεχνικού ρεύματος. 2. (ως επίθ.): H ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου. [λόγ. < αρχ. ἡγέτης• λόγ. ηγέτ(ης) -ις (πρβ. ελνστ. διαλεκτ. ἁγέτις `ηγέτιδα΄)• λόγ. ηγέτ(ις) -ιδα]  
Παρατηρήσεις: Το ζητούμενο εδώ είναι ποιο ρόλο παίζει το στυλ, το ντύσιμο, η στάση του σώματος ενός ηγέτη στην εικόνα του. Το ντύσιμο σχετίζεται με την ιδεολογία κάποιου; Επίσης ποιο ρόλο παίζει η στολή που επιλέγουν να φοράνε οι ηγέτες στα ολοκληρωτικά καθεστώτα στην προπαγάνδα που γίνεται στο πρόσωπό τους; Προβληματιστείτε…  

ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΤΥΣΙΜΟ, ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
αντίδραση η [andíδrasi] Ο33 : I1.ενέργεια που έχει ως αιτία μια άλλη ενέργεια ήκατάσταση: Οι ποικίλες αντιδράσεις που προκαλεί ένα έργο τέχνης. Οι αντιδράσεις των κομμάτων στον πρωθυπουργικό λόγο. || (επέκτ. για πργ.): H ~ ενός μαγνήτη / μιας μηχανής. α. ψυχική αντίδραση: Aντιδράσεις φόβου / θυμού / οργής.|| (ψυχ.): Aίτια / μέτρηση / χρόνος της αντίδρασης. β. (φυσιολ.) η φυσιολογική αντίδραση του ζωντανού οργανισμού σε λειτουργική ανωμαλία ή εξωτερικό ερέθισμα: Οργανική ~. Ο πυρετός είναι ~ του οργανισμού στην αρρώστια. γ. αντίδραση που έχει ως σκοπό την αντιμετώπιση μιας εχθρικής ενέργειας ή μιας δυσάρεστης κατάστασης: H ~ του λαού κατά της ξένης κατοχής. Bίαιες αντιδράσεις κατά της βαριάς φορολογίας / αντιεργατικής νομοθεσίας / λιτότητας. Aντιδράσεις κατά της αγροτικής / εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Έντονη / υγιής ~. 2. σύνολο κοινωνικών και πολιτικών ιδεών που είναι εχθρικές στην κοινωνική και πολιτική πρόοδο: Συντήρηση και ~. || οι αντιδραστικοί: H ~ είναι εχθρός της προόδου. H ~ κέρδισε τις εκλογές. Πήγε με την ~. II1. (φυσ.) α. η ίση και αντίρροπη δύναμη που κάθε σώμα αναπτύσσει, όταν δέχεται την επίδραση μιας άλλης δυνάμεως: Aρχή της δράσεως και αντιδράσεως. Προώθηση με ~, για κίνηση που γίνεται με εκτίναξη αερίων προς την αντίθετη κατεύθυνση. H κίνηση των πυραύλων γίνεται με ~. β. η διάσπαση του πυρήνα του ατόμου ενός ραδιενεργού στοιχείου: Θερμοπυρηνική ~, που γίνεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία. Aλυσιδωτή ~,σύνολο αντιδράσεων από τις οποίες η καθεμιά προκαλεί την επόμενη. 2. (χημ.) (Xημική) ~, η αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων χημικών στοιχείων ή ενώσεων που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία άλλης χημικής ένωσης: H ένωση οξυγόνου και υδρογόνου υπό ορισμένες συνθήκες προκαλεί ~ από την οποία δημιουργείται νερό. Aλκαλική / αμφίδρομη ~. Xρώματα αντίδρασης. ~ διαλύματος. 3. (ιατρ.) διαγνωστική μέθοδος που στηρίζεται στη χρήση αντιδραστηρίων. [λόγ. < ελνστ. ἀντίδρα(σις) -ση `εκδίκηση΄ σημδ. γαλλ. réaction]
αντιδραστικότητα η [andiδrastikótita] Ο28 : α.η ιδιότητα του αντιδραστικούα: H ~ ενός νόμου / μιας πράξεως. β.η ιδιότητα ή ικανότητα κάποιου να αντιδρά: H ~ του ζωντανού οργανισμού στα εξωτερικά ερεθίσματα. [λόγ. αντιδραστικ(ός) -ότης > -ότητα]
μηδενίζω [miδenízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (για μέγεθος ή ποσότητα) μειώνω έτσι ώστε να γίνει ίσο με το μηδέν:Mειώνουμε συνεχώς τη θερμοκρασία, ωσότου αυτή μηδενιστεί. || (επέκτ.) μειώνω πολύ: Mέσα επικοινωνίας που μηδενίζουν το χρόνο / τις αποστάσεις. β. (για μετρητή) κάνω να δείχνει μηδέν: Mηδένισε το κοντέρ και άρχισε από την αρχή το μέτρημα των χιλιομέτρων. 2α. βαθμολογώ με μηδέν: ~ το γραπτό κάποιου. Ο μαθητής που πιάνεται να αντιγράφει μηδενίζεται. β. θεωρώ και αντιμετωπίζω κτ. ως τελείως ασήμαντο: Οι αληθινοί επαναστάτες δε μηδενίζουν τη λαϊκή παράδοση. [λόγ.: 2: μηδέν -ίζω• 1: σημδ. γαλλ. réduire à zéro] μηδενισμός 1 ο [miδenizmós] Ο17 : φιλοσοφική αντίληψη που αρνείται κάθε θεωρητική ή πρακτική αξία: Hθικός / γνωσιολογικός / πολιτικός ~. [λόγ. μηδέν -ισμός μτφρδ. γαλλ. nihilisme]
μηδενισμός 2 ο : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μηδενίζω. [λόγ. μηδενισ- (μηδενίζω) -μός] σύγκρουση η [síŋgrusi] Ο33 : η ενέργεια του συγκρούομαι. 1. απότομο και δυνατόχτύπημα ενός σώματος που κινείται, επάνω σε ένα άλλο κινούμενο σώμα (συνήθ. για μεταφορικά μέσα): Σε σφοδρή / μετωπική / πλάγια / πλαγιομετωπική ~ δύο αυτοκινήτων σκοτώθηκαν τρία άτομα. ~ φορτηγού με IX. αυτοκίνητο. ~ δύο αεροπλάνων στον αέρα. 2. συμπλοκή αντίπαλων ομάδων ή εχθρικών στρατιωτικών δυνάμεων: Bίαιες συγκρού σεις απεργών και αστυνομίας / με την αστυνομία. Οι πολεμικές συγκρούσεις συνεχίζονται. 3. (μτφ.) α.έντονη αντίθεση ανάμεσα σε άτομα ή σε ομάδες: Ήρθε σε ~ με τον προϊστάμενό του για υπηρεσιακά θέματα. Οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε τον έφεραν σε ~ με τους συνεταίρους του. Οικογενειακές συγκρούσεις. Kοινωνικές συγκρούσεις, ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις με διαφορετικά συμφέροντα. β. η κατάσταση που δημιουργείται από την ύπαρξη αντίθετων και ασυμβίβαστων επιθυμιών, στόχων κτλ.: H ψυχή ταράζεται από εσωτερικές συγκρούσεις. ~ καθηκόντων, όταν η εκτέλεση ενός καθήκοντος έχει ως αποτέλεσμα την παράβαση άλλου. || ~ συμφερόντων, ατόμων ή ομάδων. [λόγ. < ελνστ. σύγκρου(σις) -ση]
χάσμα το [xázma] Ο48 : 1.μεγάλο και βαθύ άνοιγμα στην επιφάνεια τηςγης•βάραθρο. || (επέκτ.) βαθύ άνοιγμα σε οποιαδήποτε επιφάνεια• κε νό1α: Οι σανίδες αφήνουν χάσματα. 2α. διακοπή σε μια αλληλουχία που δημιουργείται από ελλείψεις, παραλείψεις κτλ.• κενό1γ: Ο συλλογισμός του έχει ένα λογικό ~. H κατάθεσή του είχε πολλά χάσματα. H μνήμη του παρουσιάζει χάσματα. || (νομ.) ~ νόμου, παράλειψη στη ρύθμιση ενός θέματος. β. πολύ μεγάληδιαφορά, ποιοτική ή ποσοτική, ή διαφορά αντιλήψεων: ~ χωρίζει το επίπεδο ζωής των αναπτυγμένων και των υπανάπτυκτων χωρών. Προσπάθεια για να γεφυρωθεί το ~ που χωρίζει τον κόσμο της Aνατολής από τον κόσμο της Δύσης. Yπάρχει αγεφύρωτο ~ ανάμεσα στους δύο. Tο ~ των γενεών, η αδυναμία να συνεννοηθεί η παλαιότερη γενιά με τη νεότερη. [λόγ.: 1: αρχ. χάσμα• 2: σημδ. αγγλ. chasm (< λατ. chasma < αρχ. χάσμα)]
αγαρμποσύνη η [aγarbosíni] Ο30α : η έλλειψη κομψότητας, επιδεξιότητας• αγαρμπιά: Tο ντύσιμό του διατηρεί την παλιά επαρχιώτικη ~. [άγαρ μπ(ος) -οσύνη]
άγουστος -η -ο [áγustos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη γούστου, κακόγουστος: Άγουστο ντύσιμο. Άγουστα αστεία. άγουστα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~. [α- 1 γούστ(ο) -ος]
αντιαισθητικός -ή -ό [andiesθitikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή δε συμφωνεί με τους κανόνες της αισθητικής. α.που δεν είναι ωραίος: ~ διάκοσμος. Aντιαισθητική διαρρύθμιση του χώρου. Aντιαισθητικό ντύσιμο / κτίριο.β. (ιδ. για πρόσ.) που δεν καταλαβαίνει το ωραίο ή δε συγκινείται από αυτό: Aντιαισθητική κοινωνία.αντιαισθητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + αισθητικός μτφρδ. γαλλ. inesthétique]
απάχικος -η -ο [apáxikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον απάχη, που αναφέρεται σ΄ αυτόν: Aπάχικο ντύσιμο.απάχικα ΕΠIΡΡ. [απάχ(ης) -ικος]
άπρεπος -η -ο [áprepos] Ε5 : απρεπής: Tα λόγια σου είναι άπρεπα. Έκανε έναν άπρεπο μορφασμό. || άσεμνος: Tο ντύσιμό της είναι άπρεπο. Έλεγε άπρεπα αστεία. άπρεπα ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρθηκε πολύ ~. Ήταν ~ ντυμένη, άσεμνα. [μσν. άπρεπος < αρχ. ἀπρεπ(ής) μεταπλ. -ος και μετακ. τόνου κατά τα επίθ. με στερ. α- 1]
αστείος -α -ο [astíos] Ε4 : 1α1. για κτ. έξυπνο και χαριτωμένο, που προκαλεί το γέλιο, την ευθυμία, που διασκεδάζει: Mας διηγήθηκε μια αστεία ιστορία / ένα αστείο ανέκδοτο. α2. για κτ. παράξενο και κακόγουστο που προκαλεί ειρωνικά γέλια• γελοίοςI1β*: Φορούσε ένα αστείο καπέλο. Όλοι τον κορόιδευαν για τα αστεία φερσίματά του. β1. για κπ. που του αρέσει να λέει αστεία και να δημιουργεί μια εύθυμη ατμόσφαιρα: Είναι πολύ~, όλο ανέκδοτα διηγείται. β2. για κπ. του οποίου η εξωτερική εμφάνιση ή η συμπεριφορά προκαλεί το γέλιο, την κοροϊδία: Είναι πολύ ~ μ΄ αυτό το ντύσιμο. Γίνεται πολύ ~, όταν αρχίζει τις περιαυτολογίες. 2. για κτ. που είναι ασήμαντο, ανάξιο λόγου• γελοίοςI2α*: Ένα αστείο ποσό, πολύ μικρό. Aυτές οι δικαιολογίες είναι αστείες, δεν είναι σοβαρές, βάσιμες. Aυτά είναι αστεία πράγματα, για κτ. που θεωρείται απίθανο ή ανόητο.Είναι αστείο να λες ότι δεν προλαβαίνεις, για αβάσιμη δικαιολογία. Aυτό το πρόβλημα είναι αστείο / αυτή η δουλειά είναι αστεία για μένα, για κτ. πολύ εύκολο. || (ως ουσ.): Tο αστείο του πράγματος / στην υπόθεση είναι ότι εγώ δεν είχα ιδέα / νόμιζα ότι…, για κτ. περίεργο, απροσδόκητο κτλ. αστεία ΕΠIΡΡ: Mας διηγήθηκε πολύ ~ το πάθημά του. Nτύνεται ~. [λόγ. < αρχ. ἀστεῖος `αναθρεμμένος στην πόλη, εκλεπτυσμένος, ευτράπελος΄ & σημδ. γαλλ. plaisant]
ασυνήθιστος -η -ο [asiníθistos] Ε5 : που δεν είναι συνηθισμένος• που συμβαίνει, που γίνεται σπάνια. α. για κτ. εξαιρετικά περίεργο, που τραβά την προσοχή: Aσυνήθιστο ντύσιμο / φέρσιμο / θέαμα, παράξενο. Tου έκανε εντύπωση η ασυνήθιστη κοσμοσυρροή. β. ως θετική ιδιότητα, για κτ. ιδιαίτερο και ξεχωριστό: Aσυνήθιστη ομορφιά / εξυπνάδα, εξαιρετική. || (ως ουσ.) το ασυνήθιστο: H κλίση του στις ξένες γλώσσες είναι κάτι το ασυνήθιστο. γ. (για πρόσ.) που δεν είναι εξοικειωμένος με κτ.• άπειρος: Είναι ~ στη δουλειά γι΄ αυτό κουράζεται γρήγορα. Είναι ~ στο κρύο / στην κούραση / στο πιοτό. ασυνήθιστα ΕΠIΡΡ. [α- 1 συνηθισ- (συνηθίζω) -τος (διαφ. το μσν. ασυνείθιστος `άπειρος΄)] γούστο το [γústo] Ο39 : 1. η ιδιαίτερη ικανότητα και η κλίση που έχει κάποιος να ξεχωρίζει, να εκτιμά ή και να δημιουργεί το αισθητικά ωραίο, κυρίως σε πράγματα της καθημερινής ζωής: Nτύνεται πάντα με ~. Έχει φτηνό ~.Tου λείπει το ~. Είναι πράγματα φτηνού γούστου. Έχει καλό ~. Tο σπίτι είναι διακοσμημένο με το προσωπικό μου ~. 2α. η προτίμηση που δείχνει κάποιος για κτ. και με επέκταση η ευχαρίστηση που κάποιος ή κτ. μας προκαλεί: Έχει ακριβά γούστα. Δεν ξέρω τα γούστα του. Ο καθένας με τα γούστα του. Δεν έχουμε τα ίδια γούστα. Το ντύσιμο είναι θέμα γούστου. (έκφρ.) δεν είναι / είναι του γούστου μου, (δε) μου αρέσει: Δεν είναι του γούστου μου να βγαίνω κάθε βράδυ. κάνω ~ κτ., μου αρέσει. κάνω ~, διασκεδάζω με κπ. ή με κτ. κάνω το ~ μου, κάνω ό,τι μου αρέσει. || (για κπ. ή για κτ.) που είναι διασκεδαστικός, ευχάριστος, χαριτωμένος• γουστόζος, γουστόζικος: Έχει πολύ ~ το μωρό. Όλη η ιστορία είχε πολύ ~. ΦΡ έχει ~ να…!, για κτ. που απευχόμαστε: Έχει ~ να βρέχει αύριο! Έχει ~ να μου ζητάει και ρέστα! β. ιδιοτροπία, καπρίτσιο: Θα το χαλάσει το παιδί της, γιατί του κάνει όλα του τα γούστα. (έκφρ.) (έτσι) για ~, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλά για ευχαρίστηση. χάρη γούστου, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. ΦΡ ~ μου (και) καπέλο μου!, έτσι θέλω να κάνω. [βεν. gusto]
 Παρατηρήσεις: Οι νέοι πολλές φορές εκφράζουν την αντίδρασή τους προς τους μεγαλύτερους, προς το συντηρητισμό της κοινωνίας με το ντύσιμό τους και με το στυλ που επιλέγουν. Το ζητούμενο εδώ είναι οι ακρότητες στο ντύσιμο των νέων και πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται από τους μεγάλους: με έντονη κριτική και απόρριψη ή συζήτηση προκειμένου να κατανοήσουν τη στάση των νέων; Εσείς ποιο ντύσιμο προτιμάτε ως νέοι, τι θέλετε να εκφράσετε μέσα από αυτό; Αλήθεια οι επιταγές της μόδας σας επηρεάζουν και πόσο;

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Σχολιασμός αποτελεσμάτων ψηφοφορίας

Μπράβο στην ομάδα που είχαν να ασχοληθούν με ένα ιδιαίτερα δύσκολο κείμενο όπως αυτό του διηγήματος του Παπαδιαμάντη "Φόνισσα" και τελικά κατάφεραν να το φέρουν πρώτο μεταξύ των κειμένων που εξετάσαμε. Αναγνωρίζοντας ότι η προτίμηση δεν αφορά το σύνολο των παιδιών της τάξης, εκτιμώ ιδιαίτερα την αποφασιστικότητα και το ζήλο κάποιων παιδιών που συνέβαλαν στο αποτέλεσμα. Αντίθετα, η αδιαφορία και η παραίτηση, η αδράνεια και η απαξίωση των πάντων δεν οδηγούν πουθενά. Μπράβο στα παιδιά της "Φόνισσας", μπράβο και στα "Ψάθινα καπέλλα" που προσπάθησαν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Όσο για τα κείμενα που είχατε καθώς και τις τηλεοπτικές ή θεατρικές αποδόσεις τους, το καθένα είχε τη δική του γοητεία αδιαμφισβήτητα: ο σκληρός ρεαλισμός του Παπαδιαμάντη αλλά και ο ποιητικός του λόγος, ο κοινωνικός προβληματισμός του Θεοτόκη με τα σκληρά μαθήματα ζωής στη νεαρή Ρήνη, η τραγική φιγούρα της Στέλλας Βιολάντη που συκγρούεται με τον βάρβαρο πατέρα της, η συμπαθής Αρετούσα που ο έρωτάς της για τον Ερωτόκριτο άντεξε τότε την εξορία και την αντίσταση του πατέρα της αλλά αντέχει μέχρι και σήμερα, η τρυφερότητα και η νοσταλγία με την οποία παρουσιάζεται η εφηβική ηλικία στα "Ψάθινα καπέλλα". Σε όλα οι πρωταγωνιστές μοιράζονται ρόλους και άλλοτε υπακούν σε στερεότυπα συμπεριφοράς που αναμένονται από την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική τους τάξη,την εποχή άλλοτε τα αντιπαλεύουν και είτε νικώνται είτε νικούν. Δύσκολος και άνισος ο αγώνας πολλές φορές είναι η αλήθεια αλλά τόσο αληθινός...

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΠΟΙΗΣΗ

Καλωσήρθατε στην ποίηση.
Παραδοσιακή ή μοντέρνα η ποίηση μαγεύει, ταξιδεύει, διδάσκει και προβληματίζει, Για να ξέρουμε πού βρισκόμαστε ως προς την ποίση ας ρίξουμε μια ματιά στις περιόδους της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, καθώς και στις Σχολές και τα λογοτεχνικά ρεύματα.



Μια πιο αναλυτική παρουσίαση δίνεται παρακάτω. Μπορείτε να διαπιστώσετε τη συσσώρευση των δημιουργών και των ρευμάτων στο τέλος του 19ου και μέχρι την αρχή του 2ου Παγκοσμίου πολέμου. Η χρονογραμμή αυτή μπορεί να σας βοηθήσει για την 1η ομαδική εργασία σας.

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ


Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, 5
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
σ' μιά Κόρη κ' έναν ’γουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.


Έτσι ξεκινάει ο ποιητής την ιστορία του Ερωτόκριτου προϊδεάζοντάς μας για όσα θα ακολουθήσουν: ο έρωτας της Αρετούσας με τον Ερωτόκριτο, η σύγκρουση αρχικά του Ηρακλή με τον Ερωτόκριτο και η εξορία του δεύτερου, με την Αρετούσα στη σνέχεια η οποία περιορίζεται με τη Νένα στη σοφίτα. Αλλά και ο πόλεμος με τους Βλάχους και ο ηρωισμός του Ερωτόκριτους που σώζει το βασίλειο των Αθηνών, η συμφιλίωση και το ευτυχές τέλος.
Ο Ερωτόκριτος, πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα, ελαφρύ ανάγνωσμα στην αρχή, άργησε να τύχει της αποδοχής που έχει σήμερα αλλά πλέον εξακολουθεί να εμπνέει τους καλλιτέχνες στη ζωγραφική, στη μουσική, στο θέατρο.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Τα ψάθινα καπέλα

Το βιβλίο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη "Τα ψάθινα καπέλα" που δημοσιεύθηκε το 1946 είναι ένα εφηβικό μυθιστόρημα που παρουσιάζει τον κόσμο των τριών αδερφών, της Μαρίας (20 χρόνων), της Ινφάντας (18 χρόνων) και της Κατερίνας (16 χρόνων), στην αστική Αθήνα το 1946. Ο τίτλος είναι παρμένος από τα ψάθινα καπέλα που αγόρασαν οι τρεις αδερφές το πρώτο καλοκαίρι που πέρασαν στο σπίτι του παπού τους στην Κηφισιά.
Το πρόσωπο που αφηγείται είναι η Κατερίνα, αλλά παρεμβάλλονται και άλλα πρόσωπα μέσα από διάφορες αφηγηματικές τεχνικές, όπως όταν παρεμβάλλονται αποσπάσματα από το ημερόλογιο της Λώρας Παρηγόρη, ή όταν κάποια πρόσωπα αναδιηγούνται τα γεγονότα για να αναδειχθεί η πολυπρισματικότητά τους. Η δομή ολόκληρου του έργου δίνει την αίσθηση ενός ημερολογίου, το οποίο μάλιστα με το κλείσιμο του μυθιστορήματος μένει ανοικτό. Στο μεγαλύτερό του μέρος είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο.
Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη: Πρώτο, δεύτερο, τρίτο καλοκαίρι•τα επιμέρους κεφάλαια (έξι με οκτώ σε κάθε μέρος) φέρνουν τίτλους συμβατικούς και λίγο άσχετους με το περιεχόμενο, επιφανειακούς και καμιά φορά και παραπλανητικούς. Η συγγραφέας παίζει με τη σύμβαση του πίνακα περιεχομένων. Κι εν γένει: παρουσιάζει τα γεγονότα επίτηδες κάπως ασυνάρτητα, χύμα, παρορμητικά, χωρίς αυστηρή δόμηση και σειρά, όπως συσσωρεύονται στη συνείδηση της Κατερίνας• ο αναγνώστης βλέπει με τα μάτια της και βρίσκεται μέσα στο κεφάλι της. Άλλοτε πάλι «ταξιδεύει» ανάμεσα στα πρόσωπα ή συμμερίζεται μια άλλη προσωπική γωνία.
Τα τρία καλοκαίρια έχουν συνοχή και συνάρτηση μόνο για το υποσυνείδητο της Κατερίνας: «Όλ’ αυτά δένονται μ’ έναν κρίκο, που πρέπει να τον βρω» (σ. 295)•
Θέματα που θίγονται στο έργο:η γοητεία και οι δυσκολίες της εφηβείας, ο έρωτας, οι σχέσεις των δύο φύλων, η οικογένεια, οι πλούσιοι και οι σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, η φύση και η επίδρασή της στον ψυχισμό των ανθρώπων.
Το μυθιστόρημα γυρίστηκε και για την Ελληνική τηλεόραση. Τα αρχεία της σειράς διατίθενται στο ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ. Τα επεισόδια που αντιστοιχούν στο κείμενό μας είναι το 2ο Επεισόδιο και το 3ο Επεισόδιο. Ενδιαφέροντα είναι και τα Επεισόδια 4 που παρουσιάζει το γάμο της Μαρίας και 11 με την πρόταση γάμου του Δαυίδ στην Κατερίνα και την αντίδραση της τελευταίας.

Τα αποσπάσματα από τα δύο επεισόδια τα οποία βασίζονται στο κείμενο του βιβλίου είναι στο παρακάτων video. Είναι ενδιαφέρον να δείτε πώς αποδίδονται από τον σκηνοθέτη τα αισθήματα της Κατερίνας και οι σκέψεις της και να τα συγκρίνετε με το κείμενο. Τι προτιμάτε; Ποιος σας ταξιδεύει περισσότερο; Η επιλογή δική σας...

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Με αφορμή ένα ημερολόγιο...


Πολύ καλές οι σκέψεις της Ιωάννας (της φανταστικής ηρωίδας της Ευγενίας Ζωγράφου στο διήγημα που είδαμε στην τάξη... Με αφορμή τις σελίδες ημερολογίου που έπρεπε να γράψετε θυμηθήκαμε την Άννα Φρανκ και το ημερόλογιο που έγραφε κρυμμένη μαζί με τους γονείς της και τους άλλους συγγενείς της στη σοφίτα ενός σπιτιού στο Άμστερνταμ. Στο Βήμα υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο γι'αυτό. Επίσης στο Μαγικό κουτί θα βρείτε αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη με τίτλο Μέρες (επτά συνολικά τόμοι που καλύπτουν την περίοδο 1925-1960). Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τις Μέρες Α΄που μπορεί να θεωρηθεί και απάντηση στο διήγημα της Ζωγράφου και την τελική απόφαση της ηρωίδας της είναι το παρακάτω: "...το σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, ονειροπολώντας μιαν άλλη πιο ενδιαφέρουσα, αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή, όπως μας δόθηκε, την καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη, όπου το καθετί που μπορούσε να γυρέψουμε πρέπει να υπάρχει".
“ΜΕΡΕΣ Α΄” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ

Η «Στέλλα Βιολάντη» στο Θέατρο Δευτέρας (Αφροδίτη): Πρόκειται για τη μεταφορά του γνωστού θεατρικού έργου στην τηλεόραση. Στο έργο του ο Γ. Ξενόπουλος φέρνει αντιμέτωπους δύο εντελώς αντίθετους χαρακτήρες και τονίζει κυρίως τη σύγκρουση του αυστηρού και σκληρού πατέρα με το «θύμα», την κόρη του η οποία αντιστέκεται στις αποφάσεις του, καταρρίπτοντας τα στερεότυπα της εποχής. Η νεαρή Στέλλα Βιολάντη τυφλωμένη από τον έρωτα της για τον Χρηστάκη κάνει τα πάντα για να υπερασπιστεί την απόφαση της να τον παντρευτεί φτάνοντας ακόμα και στο θάνατο. Ο αγαπημένος της όμως είναι ανάξιος της αγάπης της. Είναι ένας επιπόλαιος προικοθήρας που μόλις διαισθάνεται τον κίνδυνο δειλιάζει και παντρεύεται κάποια άλλη γυναίκα. Ο πατέρας της φαίνεται πως δεν εναντιώνεται μόνο επειδή είναι ένας σκληρός και αυθαίρετος πατέρας που θέλει να επιβάλλει την θέλησή του. Ουσιαστικά αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να προστατεύσει την κόρη του από έναν τυχάρπαστο νέο που δεν είναι άξιος να εισχωρήσει στην
οικογένεια του και κατά συνέπεια από έναν δυστυχισμένο γάμο. Έτσι, στη διάρκεια της παράστασης ο πατέρας της δικαιώνεται. Παρόλ’ αυτά δεν παύει να μας συγκινεί η δυνατή αγάπη της Στέλλας και όλες της οι θυσίες πράγμα που μας κάνει να τη συμπαθούμε ακόμα περισσότερο.
Πρωταγωνίστρια στην παράσταση στο ρόλο της Στέλλας Βιολάντη, η Νίκη Τριανταφυλλίδη αποδίδει με μεγάλη επιτυχία τον ατίθασο χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας του Ξενόπουλου καταφέρνοντας να μας μεταδώσει τα συναισθήματα της και να μας κάνει τη συμπονέσουμε. Με όλο το δραματικό της ύφος και τον δυναμικό της χαρακτήρα, μας εντυπωσιάζει και κερδίζει τη συμπάθεια μας. Ο Ιάκωβος Ψαρράς στο ρόλο του Παναγή Βιολάντη ενσαρκώνει τον αυστηρό και αμερόληπτο χαρακτήρα του πατέρα που κατά βάθος όμως νοιάζεται για το καλό της κόρης του. Η Μαρούλα Ρώτα ταυτίζεται με το ρόλο της Θείας Νιόνιας, η οποία νοιάζεται και συμπονεί την Στέλλα. Έχει αφιερωθεί από μικρή στην ανατροφή των παιδιών του αδερφού της, καθώς δεν έκανε δική της οικογένεια. Έτσι, πονά να βλέπει την Στέλλα που την μεγάλωσε με πολλή αγάπη σαν δικό της παιδί να είναι δυστυχισμένη. Ο Πάνος Δούκας βγάζει την εφηβική παρορμητικότητα και τον ανώριμο χαρακτήρα του Νταντή με έντονες και παρορμητικές κινήσεις. Ο Πάνος Χατζηκουτσέλης με μια σύντομη παρουσία του στην παράσταση ως η «αιτία» όλων αυτών των συμφορών αποδίδει τον επιπόλαιο και δειλό νέο. Τέλος, η Κίττυ Αρσένη ταυτίζεται με τον ρόλο της μητέρας και της γυναίκας εκείνης της εποχής. Δείχνει τον τρόμο και την υποταγή της στον άντρα της και προσπαθεί να μεταπείσει την κόρη της θέλοντας να εξασφαλίσει την ηρεμία της οικογένειάς της.
Το έργο καθαυτό κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών μέσα από τις συγκρούσεις μεταξύ των προσώπων, τη συχνή εναλλαγή των συναισθημάτων και την αλλαγή της τύχης τους από τη μια στιγμή στην άλλη. Δε λείπουν οι σκηνές οι γεμάτες ένταση αλλά και οι τρυφερές στιγμές. Οι ηθοποιοί φέρουν το βάρος του ρόλου τους και τον υπηρετούν στο έπακρο αλλά και, η ενδυματολογία, τα σκηνικά και η σκηνοθεσία του έργου συντέλεσαν ώστε το αποτέλεσμα να είναι πολύ καλό και η μεταφορά στην τηλεόραση να προσεγγίζει αρκετά τη θεατρική παράσταση και να καθηλώνει τους τηλεθεατές. Γενικότερα, η τηλεοπτική μεταφορά πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό να προσεγγίσει τη θεατρική παράσταση.





Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Ένα διαφορετικό τέλος για το έργο του Θεοτόκη Η τιμή και το χρήμα

Γιάννης, Ευγενία, Μακεδόνκα, Παύλος, Χριστίνα: Η ομάδα μας σκέφτηκε ένα διαφορετικό τέλος για την ταινία που είναι το εξής:
Όταν η Επιστήμη μαχαίρωσε τον Ανδρέα στην αγορά δεν τον πέτυχε στο δεξί του ώμο, αλλά στην καρδιά και ο Ανδρέας αφήνει την τελευταία του πνοή στα χέρια του θείου του στην αγορά. Η δράστης συλλαμβάνεται από τους χωροφύλακες και οδηγείται ενώπιον δικαστή. Η Επιστήμη περνά από δίκη και καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη λόγω της δολοφονίας που διέπραξε.
Η Ειρήνη, η κόρη της Επιστήμης, δεν κλαίει καθόλου για τον αδικοχαμένο άνδρα που αγαπούσε, τον Ανδρέα, αλλά ούτε για την μάνα της, η οποία δεν θα ξαναδεί ελεύθερη το φως του ήλιου.
Η Ειρήνη, με την ατιμασμένη υπόληψη της οικογένειάς της και κυοφορώντας ένα εξώγαμο παιδί θα φύγει για την πρωτεύουσα, την Αθήνα, όπου θα δεν θα την γνωρίσει κανείς, θα είναι ξένη μεταξύ ξένων. Εκεί, θα γεννήσει ένα υγιέστατο παιδάκι και θα παραμείνει στην Αθήνα μέχρι το τέλος της ζωής της, βγάζοντας το ψωμί της από τη δουλεία που είχε σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας.
Αφροδίτη: Η ιστορία θα μπορούσε να χε ένα άλλο τέλος όπου τα πράγματα δεν θα χαν εξελιχθεί τόσο άσχημα. Βλέποντας η Ρήνη ότι ο Ανδρέας ζητά από την μητέρα της μεγάλη προίκα για να την παντρευτεί θα μπορούσε να χε καταλάβει ότι κατά κάποιο τρόπο ήθελε να την «εκμεταλλευτεί» προκειμένου να σώσει την οικογένεια του από τα χρέη και έτσι να μην κλεβόταν μαζί του. Αντίθετα θα μπορούσε να παραμείνει στο σπίτι της και αργότερα να παντρευτεί κάποιον άλλον άνδρα, τίμιο και εργατικό με την προίκα που η μητέρα της Σιόρα Επιστήμη είχε μαζέψει γι αυτήν. Ένα ακόμα τέλος, επίσης χωρίς ανατροπές, θα μπορούσε να ήταν ότι η Σιόρα Επιστήμη δίνει εξαρχής τα 600 τάλαρα στον Ανδρέα και εκείνος παντρεύετε την Ρήνη. Έτσι, η ιστορία δεν θα είχε αυτήν την άσχημη κατάληξη και ίσως όλα να είχαν εξελιχθεί αρμονικά.
Μαρία Ντ.:Το έργο που βασίζεται στην νουβέλα του Θεοτόκη η τιμή και το χρήμα βλέπουμε ότι δίνει στο κοινό ένα τέλος όπου δικαιώνει απ την μια πλευρά την ηρωίδα μας να εκφράσει τα συναισθήματα της απορρίπτοντας τον Ανδρέα τελικά και φεύγοντας μακριά του εφόσον έχει αγανακτήσει απ τις προκαταλήψεις τις εποχής που προκαλούν αυτήν του τη συμπεριφορά . Όλο αυτό επειδή ο Ανδρέας δεν τηρεί το λόγο του και δεν την παντρεύεται αφήνοντας την στην αναμονή, όταν η σιόρα επιστήμη [μητέρα]του δίνει ένα ποσό απ την προίκα της κοπέλας αυτός καθησυχάζεται στην ιδέα ότι θα ανακτήσει το χαμένο όνομα της οικογενείας του και στην συνέχεια απαιτεί περισσότερα τάλαντα απ την προίκα της που ουσιαστικά την διαχείριση αυτής είχε η μητέρα της σ ένα φτωχικό σπιτικό, όπου η υπόληψη και οι αρχές τους καθόριζαν.
Τώρα η ταινία θα μπορούσε να έχει ένα διαφορετικό τέλος όπου η Ρήνη μετά το ξέσπασμα της θα άφηνε τον Ανδρέα μόνο, για λίγο κάνοντας τον να συνειδητοποιήσει το πρόβλημα της κατάστασης σε βάθος και εκεί που η κοινωνία καταδικάζει την αγάπη τους αυτός μετανιωμένος αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες και πηγαίνοντας κόντρα σε κάθε κατεστημένο και στερεότυπο να αποφασίσει για τελευταία φορά να παρανομήσει με το λαθρεμπόριο για να σώσει την άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογενείας του με τίμημα το δικό του όνομα . Έτσι πείθει την Ρήνη να φύγουν μαζί σε μια άλλη πόλη με καλύτερες συνθήκες φτιάχνοντας ένα νέο μέλλον γι αυτούς ρισκάροντας για τα συναισθήματα του και όχι για τα χρήματα και αφήνοντας πίσω τους ίσως μια όχι και τόσο καλή φήμη .

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Έγκλημα και τιμωρία, Φιοντόρ Ντοστογέφσκι

Ας πάμε όμως στη Ρωσία του 19ου αιώνα. Ένας νεαρός φοιτητής αποφασίζει, όπως και η Φραγκογιαννού, να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του και σκοτώνει μια γριά τοκογλύφο και την αδερφή της. Ο Ντοστογιέφσκι, όπως και ο Παπαδιαμάντης, αποδίδει στην κοινωνική αδικία την αιτία της δολοφονίας. Το ερώτημα είναι κατά πόσο η αυτοδικία είναι η λύση. Σαφώς η κοινωνία ευθυνόταν και ευθύνεται για ένα σωρό αδικίες απέναντι στους πολίτες της. Το να πάρει όμως ο καθένας ένα όπλο και να αρχίσει να σκοτώνει αυτόν ή αυτούς που θεωρεί υπεύθυνους...
Στο παρακάτω απόσπασμα βλέπουμε την ψυχολογική κατάσταση του Ρασκόλνικοφ πριν διαπράξει το έγκλημα. Κάτι αντίστοιχο μπορούμε να διακρίνουμε και στη Φραγκογιαννού. Βέβαια, όλη αυτή η αγωνία που διαφαίνεται και η πάλη που συμβαίνει μέσα στην ψυχή τους αποτρέπει από το να τους χαρακτηρίσουμε τέρατα.
Πληροφορίες για το έργο του Ντοστογιέφσκι Έγκλημα και Τιμωρία διαβάστε εδώ και εδώ. Ενδιαφέρουσες και οι κριτικές αναγνωστών που υπάρχουν.
«Βαριανασαίνοντας και σφίγγοντας με το χέρι το στήθος στο μέρος της καρδιάς που χτύπαγε δυνατά, έχοντας ψαχουλέψει και ταχτοποιήσει για μιαν ακόμα φορά το τσεκούρι, άρχισε ν’ ανεβαίνει αργά και προσεχτικά τη σκάλα και κάθε λίγο και λιγάκι αφουγκραζόταν. Μα και στη σκάλα εκείνη την ώρα δεν ήταν κανένας. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές. Κανέναν δεν συνάντησε.[...]
Μα το καρδιοχτύπι δεν έπαυε. Απεναντίας, λες και σαν επίτηδες, η καρδιά του χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, πιο δυνατά, πιο δυνατά... Δε βάσταξε πια, σήκωσε αργά το χέρι στο κουδούνι και χτύπησε. Πέρασε μισό λεπτό. Ξαναχτύπησε δυνατά. Καμιά απάντηση. Δεν υπήρχε λόγος να χτυπάει στο βρόντο.
Φυσικά, η γριά ήταν μέσα. Είναι φιλύποπτη όμως και μόνη. [...] Μετακινήθηκε επίτηδες και κάτι μουρμούρισε δυνατά για να μην υποπτευθεί κανένας πως κρύβεται. Ύστερα χτύπησε άλλη μια φορά το κουδούνι, σιγά όμως, με αξιοπρέπεια, χωρίς καμιάν ανυπομονησία. Όταν τα θυμόταν όλ’ αυτά αργότερα, τούτη η στιγμή χαράχτηκε ζωηρά, καθαρά και για πάντα στο μυαλό του. Δε μπορούσε να καταλάβει πού τη βρήκε τόση πονηριά, αφού μάλιστα το μυαλό του σαν να σκοτείνιαζε στιγμές στιγμές και το κορμί του δεν το ’νιωθε καθόλου. Αμέσως ύστερα, άκουσε να τραβάνε από μέσα το σύρτη.
Η πόρτα, όπως και τότε άνοιξε, άνοιξε πολύ λίγο, μια μικρή χαραμάδα και πάλι καρφώθηκαν απάνω του τα δυο σουβλερά και δύσπιστα μάτια μέσ’ από το σκοτάδι. Τότε ο Ρασκόλνικοβ τα ’χασε και παρά λίγο να κάνει ένα σπουδαίο λάθος. [...]
—Χαίρετε, Αλιόνα Ιβάνοβνα, άρχισε αυτός όσο μπορούσε πιο αδιάφορα, μα η φωνή του δεν τον υπάκουσε, έσπασε κι άρχισε να τρέμει. Σας... έφερα ένα ενέχυρο... Καλύτερα όμως ας περάσουμε εδώ... στο φως. [...]
Πέρασε κάπου ένα λεπτό. Του φάνηκε μάλιστα πως είδε στα μάτια της κάτι σαν ειρωνεία, σαν να τα ’χε μαντέψει όλα. Ένιωθε να τα χάνει, σχεδόν να τον πιάνει τρόμος, τέτοιος τρόμος που δεν ήταν απίθανο, αν εξακολουθούσε να τον κοιτάει έτσι και να μη λέει λέξη μισό λεπτό ακόμα, να το ’βαζε στα πόδια [...].»

(Ντοστογιέβσκι Φ., 1990, Έγκλημα και Τιμωρία, μτφρ. Α. Αλεξάνδρου, Αθήνα: Γκοβόστη, τόμ. 1, σελ. 99-101)

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

ΤΟΝΙΑ ΜΑΡΚΕΤΑΚΗ, Η ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Μιά ταινία που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Κ. Θεοτόκη Η τιμή της αγάπης. Προσέξτε τους δύο τίτλους. Τι τονίζεται στην κάθε περίπτωση; Αντανακλούν οι τίτλοι τις απόψεις των δημιουργών τους στην κάθε περίπτωση;(Θεοτόκης, Μαρκετάκη). Την ίδια στιγμή πού εντοπίζεται η συνομιλία μεταξύ των δύο καλλιτεχνών; Από την άλλη το τραγούδι και η μουσική αποτελούν οργανικό μέρος της ταινίας. Πώς το αντιλαμβάνεστε αυτό;
Καλή διασκέδαση... και όχι μόνο...
Τα ανεβάζω σε τρία διαδοχικά κομμάτια (1ο μέρος, 2ο μέρος, 3ο μέρος).






Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012