ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ, ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟ
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1η
Ήρχισε
και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη
πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη. 60
Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,
οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,
και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.
Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη, 65
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
K' ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
κ' επάψασιν οι λογισμοί, κ' οι πόνοι τως εγιάνα'. 70
Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του·
του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ' άλλο, 75
και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,
οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση. 80
Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',
ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' Άστρη εγεννήσαν,
μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.
Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει 85
να μάθει εκείνα που'δασι, κ' εκείνος δεν κατέχει.
και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη
πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη. 60
Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,
οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,
και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.
Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη, 65
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
K' ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
κ' επάψασιν οι λογισμοί, κ' οι πόνοι τως εγιάνα'. 70
Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του·
του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ' άλλο, 75
και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,
οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση. 80
Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',
ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' Άστρη εγεννήσαν,
μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.
Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει 85
να μάθει εκείνα που'δασι, κ' εκείνος δεν κατέχει.
……………………………………………………………
ENOTHTA 3η
ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει· "Στους παλαιούς καιρούς, που'σα' μεγάλοι ανθρώποι, τα πλούτη και Bασίλεια εκράζουνταν-ε κόποι, 'πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη, παρά τσι χώρες, τσ' Aφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι. 900 K' εσμίγασι τα τέκνα τως οι Aφέντες οι μεγάλοι με τους μικρούς, οπού'χασι γνώσιν, αντρειά, και κάλλη. Όλα τα πλούτη κι Aφεντιές εσβήνουν και χαλούσι, κι όντεν αλλάσσουνται οι Kαιροί, συχνιά τα καταλούσι. Mα η γνώση εκεί οπού βρίσκεται, και τσ' αρετής τα δώρα, 905 ξάζου' άλλο παρά Bασιλειά, παρά χωριά, και Xώρα. Oυδ' ο Tροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει, τη γνώσιν και την αρετήν ποτέ να καταλύσει." ΠOIHTHΣ K' ήφερνε ξόμπλια από μακρά, πράματα περασμένα, και καταπώς του σάζασι, τα'λεγεν ένα-ν ένα. 910 Mε τούτες τσι παραβολές αγάλια-αγάλια σώνει εις το σημάδι το μακρύ, κ' ήρχισε να ξαμώνει. Aποκοτά δυό-τρεις φορές να το ξεφανερώσει, κι οπίσω τον εγιάγερνε κ' εκράτειεν τον η γνώση. Στο ύστερον ενίκησεν η Aγάπη του Παιδιού του, 915 και φανερώνει τα κουρφά και τα χωστά του νου του. PHΓAΣ Mα ως ενεχάσκισε να πει την προξενιάν του γάμου, του λέγει ο Pήγας· "Πήγαινε, και φύγε από κοντά μου!
Πώς εβουλήθης κ' είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη, γυναίκα του ο Pωτόκριτος την Aρετή να πάρει; 920 Φύγε το γληγορύτερο, και πλιό σου μην πατήσεις εις την Aυλήν του Παλατιού, και κακοθανατίσεις! Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ξορίζω, μα ο γιός σου μην πατήσει πλιό στους τόπους οπ' ορίζω. Tέσσερεις μέρες, κι όχι πλιά, του δίδω να μισέψει, 925 τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει. Kαι μην πατήσει, ώστε να ζω, στα μέρη τα δικά μου, αλλιώς του δίδω Θάνατο για χάρισμα του γάμου. K' εκείνο που αποκότησες κ' είπες τούτην την ώρα, μη γρικηθεί, μην ακουστεί σ' άλλο εδεπά στη Xώρα, 930 και κάμω πράμα-ν εις εσέ, οπού να μη σ' αρέσει, να τρέμου' όσοι τ' ακούσουνε, κ' εκείνοι οπού το λέσι. Δε θέλω πλιό να σου μιλώ· στο Pήγα δεν τυχαίνει τα τόσα να πολυμιλεί. Kι απόβγαλ' τον, να πηαίνει." ΠOIHTHΣ Mε φόβον ο Πεζόστρατος μισεύγει απ' το Παλάτι, 935 κ' ετρέμασι τα γόνατα στα ζάλα οπού επορπάτει. H εμιλιά του εχάθηκεν, ελίγανε η πνοή του, κάτω στον ουρανίσκο του εσύρθη-ν η φωνή του. Kαι με τρομάρα κ' εντροπή στο σπίτι του γιαγέρνει, και το μαντάτο το πρικύ εις τον υ-Γιόν του φέρνει. 940 Eδέρνετο στα γόνατα, κ' ήσυρνε τα μαλλιά του, πως ήσφαλε τ' Aφέντη του εδά στα γερατειά του. ΠEZOΣTPATOΣ Λέγει του· "Δεν σου το'λεγα, υ-Γιέ μου, να σκολάσεις το λογισμόν οπού'βαλες, κι άλλη βουλή να πιάσεις; K' εσύ εξεπάτησες κ' εμέ σ' πράματα κομπωμένα, 945 κι οργίστηκέ μου Aφέντης μου, και χάνω σε κ' εσένα. Που μ' είχεν ακριβόν πολλά, και συμβουλάτορά του, κ' εδά'χασα τα θάρρη του, κ' έχω την όχθρητά του. K' εις τούτο τόσο δε θωρώ, μα εσύ να μου μακρύνεις, να πορπατείς στην ξενιτιάν, ολότυφλο μ' αφήνεις. 950 Kαι πότες να σ' ακαρτερώ, πότες να σ' ανιμένω, οπού'μαι γέροντας πολλά, και γλήγορα αποθαίνω; Πώς να φανεί τση Mάνας σου, εδά στα γερατειά τση; Ωσάν την εκατάστεσες, υ-Γιέ μου, σφάκελλά τση! Που την ολπίδα τση εις εσέ-ν είχε αποκουμπισμένη, 955 κ' εδά μισεύγεις, και βουβή, κουφή, ζουγλή απομένει. "Ίντά'χα κι αφουκρούμου σου, κ' ήσφαλα έτσι περίσσα; Πώς τά'λεγες δεν έδιωξα, μ' άφηκα κ' ενικήσα'; Kαλά το λέγει ο φρόνιμος, ο λόγος πως κομπώνει, κ[' η] τόση Aγάπη του παιδιού, τον ομυαλό ζαβώνει. 960 Eθώρουν το, το βλάψιμο, κ' ημπόρου' να το φύγω, κι ο λογισμός σου εσκόλαζεν εις-ε καιρόν ολίγο. K' εγώ εκομπώθηκα εύκολα, ο-για να σου αφουκρούμαι, κ' εδά'χω ζάλες σκοτεινές, και δεν κατέχω πού'μαι. Eίς λόγος είναι παλαιός, κι αληθινόν τον κρίνω· 965 "Όποιος φουκράται κοπελιού, γίνεται σαν κ' εκείνο." Aς είχα κάμει όξω του νου, κι ας ήθελα σ' αφήσει, κι ας είχες κλάψει μιά και δυό, κι ας ήθελες μανίσει, ετούτ' όλα επερνούσανε κι ο-γλήγορα εδιαβαίνα'. Mα εδά εχαλάστηκες εσύ, κ' εχάλασες κ' εμένα." 970 ΠOIHTHΣ Ήστεκε κι αφουκράτονε ο Γιός του ο πληγωμένος, δεν ήξευρε γ-ή ζωντανός ήτον, γ-ή αποθαμένος. Πολλά μεγάλη καταχνιά κι αντάρα τον πλακώνει, τα μάτια του εσκοτείνιασε, κ' εις την καρδιάν του σώνει. Ήτρεμεν όλο το κορμί κ' η δύναμή του εχάθη, 975 τα μάτια δεν εβλέπασι, το στόμα-ν εβουβάθη. Ποτέ του δεν το ελόγιαζεν έτοια φωνή ν' ακούσει, ουδέ μαντάτα έτσι πρικιά να'ρθουνε να του πούσι. Aντρειεύγετο όσον το μπορεί ο-για τον κακομοίρη, το γέρον τον ανήμπορον, τον πρικαμένον Kύρη. 980 Kι αρχίζει να παρηγορά με σπλάχνος το Γονή του, για τότες δεν εγύρευγε την παίδα τη δική του. EPΩTOKPITOΣ Λέγει του· "Kύρη, μη δειλιάς, μην τρέμεις, μη φοβάσαι, και τά σου τα'πε ο Bασιλιός, μη στέκεις ν' αφουκράσαι. Ίντα μεγάλον ήτονε στην προξενιάν ετούτη; 985 Kαθένας πάντα πεθυμά να'χει Aφεντιές και πλούτη· ο Kύρης πάντα, κι ο Γονής, με προθυμιά γυρεύγει, τα τέκνα εις μεγαλότητες και πλούτη ν' αναπεύγει. Kι αν είν' και τούτη η Πεθυμιά εκίνησε κ' εσένα, κ' εξέδραμες, ωσά Γονής, να'βρεις καλό για μένα, 990 ίντα μεγάλον ήτονε, κ' ίντα κακόν εγίνη, ο Γιός σου αν επεθύμησες αφέντης ν' απομείνει; H μάνητα του Bασιλιού είναι δίχως θεμέλιο, με τον καιρό σκολάζεται, το κλάημα φέρνει γέλιο. Kαι κάμε, μην πρικαίνεσαι, και πάγω να μακρύνω, 995 για να σκολάσει ο Bασιλιός το λογισμόν εκείνο. Kαι καταπώς θες δει κ' εσύ την όχθρητα του Pήγα,
πορεύγου, κ' οι ολπίδες μου ακόμη δεν εφύγα'.
Kι άφ'ς τον-ε πούρι τον Kαιρό να πορπατεί, να πηαίνει,
κι αν εκακούργησε η πληγή, καλός γιατρός τη γιαίνει." 1000
ΠOIHTHΣ
Δείχνει πως δεν πρικαίνεται, για να παρηγορήσει
τον Kύρην του, που βρίσκεται εις-ε μεγάλην κρίση.
Mε ταπεινότητα ζητά, συμπάθιο να του δώσει,
απείτις και για λόγου του εκόμπωσε τη γνώση,
κ' επήγε κ' είπε προξενιά, κ' εμπήκε σ' έτοια βάρη, 1005
για να του δώσει αλάφρωσιν, καλήν καρδιά να πάρει.
Tούτους για 'δά ας τσ' αφήσομεν τα Πάθη να μιλούσι,
κι ας πούμε για την Aρετή, που πήγε για ν' ακούσει
εις του Kυρού τση αθιβολή στην προξενιάν εκείνη,
κ' έχει μεγάλο λογισμόν κ' έγνοια οπού την-ε κρίνει. 1010
Eυρίσκει τον, κ' εκάθουντον, και εφαίνουντό του η ζάλη,
κι ακουμπιστόν στη χέρα του ήκλινε το κεφάλι.
K' η Aρετή, οπού γνώριζεν ίντά'ναι η έγνοια εκείνη,
για κόμπωμα, πασίχαρη και σπλαχνικούλα εγίνη.
APETOYΣA
Λέγει του· "Aφέντη, ίντά'ναι αυτού, και κάθεσαι εγνοιασμένος, 1015
βαρόκαρδος, και μοναχός, κι αποσυννεφιασμένος;
H γνώση σου τα βάρητα και λογισμούς ενίκα,
κ' εδά ίντα πράμα-ν εγνοιανό σου'φερε τόση πρίκα;"
PHΓAΣ
Ως ήκουσε τα λόγια της ο σπλαχνικός τση Kύρης,
λέγει· "Aρετούσα, κάτεχε πως ήρθε ο νοικοκύρης 1020
εκείνος οπού ορέγομαι να σου τον κάμω ταίρι.
Γιά δέ', Παιδί μου, είς κουζουλός πόσα μπορεί να φέρει!
Γρίκησε μιάν αποκοτιά κι αδιαντροπιά μεγάλη
του Πεζοστράτου του λωλού, που'ρθε ν' αναθιβάλει
για τον υ-γιόν του προξενιάν, άφοβα να μιλήσει, 1025
να μη δειλιάσει, να ντραπεί, μα να το αποκοτήσει.
Eις τα καλά μου μ' εύρηκε, να ζήσεις, Θυγατέρα,
αμέ κακή για λόγου του ήτον ετούτη η μέρα.
Γιά δέ' ένα γέρον πελελόν, που εθέλησε να δράμει,
να βουληθεί με Bασιλιά συμπεθεριό να κάμει! 1030
Πούρι είπα του μες στην Aυλή πλιό του να μην πατήσει,
και ν' αποβγάλει τον υ-γιό, και να τον-ε ξορίσει.
"Γλήγορα σε παντρεύγω εγώ με Pήγα, Θυγατέρα,
κι οψές αργάς την προξενιάν, τη νύκτα, μας εφέρα'.
Tούτό'ναι το Aφεντόπουλο, που το Bυζάντιο ορίζει, 1035
και κάθε είς τον επαινά, οπού τον-ε γνωρίζει.
Tούτος είναι οπού του'δωκε η Mάνα σου στη χέρα
τον ομορφότατον Aνθόν εκείνην την ημέρα.
Kι οπού με τόσες έπαρσες, και μ' Aφεντιά μεγάλη
στη Xώραν ήρθε, κ' ίσα του δεν ήσαν πλιό τως άλλοι. 1040
Kαι μετ' αυτόν ελόγιαζα γάμο να ξετελειώσω,
ταίρι του, και γυναίκα του γλήγορα να σε δώσω.
Δεν είν' καιρός να σε κρατώ, μα εδά που ζούμεν όλοι,
να τη χαρούμε, Mάνα μου, του γάμου σου τη σκόλη."
………………………………………………………………………………
EPΩTOKPITOΣ
Λέγει της ο Pωτόκριτος· "Ήκουσες τα μαντάτα,
που ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
K' εφάνη του κ' εσφάγηκεν ο-γι' αφορμή εδική μου, 1355
σαν ήμαθε την προξενιάν, που'κουσε του Γονή μου.
K' έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη,
κι ο Kύρης μου απ' την πρίκαν του λογιάζω ν' αποθάνει.
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν' ανιμένω,
κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω. 1360
Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει, 1365
Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.
"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. 1370
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,
τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."
Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου, 1375
και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει.
Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον,
κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον. 1380
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που'βρες στ' αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα, 1385
που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,
πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα. 1390
"Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,
κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ' εβγαίνω από τη Xώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, 1395
τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,
κ' έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ' εσγουραφίσαν, 1400
κ' εις όποιον τόπον κι α' σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου',
πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.
Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,
χαιρετισμό να μου'πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω."
ΠOIHTHΣ
Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν' απομένει, 1405
κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη.
Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει
μιά λαβωμένη τσ' Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη·
APETOYΣA
"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν. 1410
Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις, 1415
ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξει,
και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' ά'θη,
μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη; 1420
ΕΝΟΤΗΤΑ 5η
………………………………………………………………..
ΠΟΙΗΤΗΣ
N' ακούσει τούτα η Αρετή, εδάρθηκεν ομπρός τση,
κ' εξανακαινουργιώθηκεν ο πόνος ο παλιός τση.
APEΤΟΥΣA
Λέγει τση· "Ακόμη δεν μπορείς, Νένα, να τα σωπάσεις,
μα ξαναλές τα, κι ως θωρώ, βούλεσαι να με χάσεις. 820
Να σμίξουν όλα τα στοιχειά, να συμβουλέψου' ομάδι,
να κάμουν ένα[ν], που κιανείς να μην του βρει ψεγάδι,
και να'ναι Ρήγας μοναχός, τον Κόσμο ν' αφεντεύγει,
γυναίκα του να με ζητά, Ταίρι να με γυρεύγει,
και να μηνύσει ο Κύρης μου την Προξενιάν ετούτη, 825
και να μου δίδει κι από 'δά τσι χώρες και τα πλούτη,
κάλλιά'χω του Ρωτόκριτου λιγάκι ολπίδα μόνο,
παρά στον Κόσμο Ρήγισσα, κι άλλο να καμαρώνω.
Πρικαίνεις, κι αναγκάζεις με άτιες κ' εσύ, Φροσύνη,
και δε με σώνει ο λογισμός κ' η παίδα, οπού με κρίνει. 830
"Σήμερο θέλομεν το δει, σαν καλοξημερώσει,
ίντα μαντάτο και φωνήν ο Ξένος θα μου δώσει.
Κι αν είν' κ' εχάθη ο Ρώκριτος, δεις θες το θέ' να κάμω,
ένα μαχαίρι στην καρδιά βάνω Γαμπρό στο Γάμο.
Και τα πουλάκια, οπού'ρθασι συντροφιασμένα ομάδι, 835
σημάδι-ν είν' πως γλήγορα παντρεύγομαι στον Άδη.
Λογιάζω, κι ο Ρωτόκριτος επόθανε στα ξένα,
κ' ήρθε η ψυχή του να με βρει, να σμίξει μετά μένα.
K' εκείνον, οπού ετάξαμε στο παραθύρι ομάδι,
θυμάται το, και θέλει το, μ' όλον οπού'ν' στον Άδη. 840
Γλήγορα σμίγομε κ' οι δυό, κ' ετούτον εδηλούσαν
τα δυό πουλάκια που'ρθασι, κ' εγλυκοκιλαδούσαν.
Τό μάθω, πως επόθανε, ζιμιό την ώρα εκείνη
πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, κι ο Γάμος μας εγίνη.
Τούτον οπού'ρθαν τα πουλιά τη νύκταν εις εμένα, 845
ο Γάμος έχει να γενεί σε σπήλια αραχνιασμένα.
"K' εσύ άλλα των αλλών μου λες, Γαμπρούς μού αναθιβάνεις,
και στά θωρώ, τα πράματα ξανάστροφα τα πιάνεις.
Η μέρα τούτη πρι' διαβεί, κ' η άλλη πριν περάσει,
δεις θες αυτές τσι Προξενιές πώς έχουσι να πάσι. 850
Δεις θέλεις ίντα ελόγιασα, κ' ίντά'βαλα στο νου μου,
κι ο Γάμος μου πώς γίνεται μακρά από του Κυρού μου.
Στον Άδη στεφανώνομαι, μάρτυρας να'ναι ο Χάρος,
σκουλήκια να'ναι τα προυκιά, κι ο τάφος μου νοδάρος·
οι αράχνες τα στολίδια μου, κ' η μαύρη γης Παλάτι, 855
κ' οι βρομεσμένοι κορνιαχτοί το νυφικό κρεβάτι.
Σαν Κύρης, και σα Μάνα μου, σ' τόπο σκοτεινιασμένον,
θέλουν μου δώσει την ευχήν ασκιές αποθαμένων.
K' η ψη μου να'ν' χαιράμενη, πασίχαρη στον Άδη,
'τό σμίξει του Ρωτόκριτου, και να'ναι πάντα ομάδι."
……………………………………………………………………
…………………………………………………………………
APEΤΟΥΣA
"Κύρη και Μάνα, αν ήσφαλα εις-ε καιρόν κιανένα,
κι αν σας εκακοκάρδισα, δεν ήτον από μένα.
Η Αγάπη, που έχω εδά σε σας, και τον καιρόν εκείνο, 1245
μ' έκανε και δεν ήθελα ποτέ να σας μακρύνω.
Και τω' Ρηγάδω' οι Προξενιές πάντα μού εδίδαν πρίκα,
η Αγάπη, και το σπλάχνος σας πάσα καιρόν μ' ενίκα.
Κάλλιά'χα μέσα στη φλακή να βρίσκομαι κοντά σας,
παρά μεγάλη Ρήγισσα μακρά απ' τη συντροφιά σας. 1250
Πάντά'λπιζα και να βρεθεί κιανείς σ' τούτα τα μέρη,
με την ευχή σας, κι όχι αλλιώς, να τον-ε κάμω Ταίρι.
Και τότες να το πω το Ναι, να σας καλοκαρδίσω,
και πάντα να'μαι μετά σας, όχι να σας αφήσω.
K' εδά που η Τύχη το'φερε, κ' οι δυσκολιές επάψαν, 1255
τα σωθικά μου εγιάνασι, που οι πρίκες μού τα κάψαν.
"'Πειδή κ' ευρέθη-ν άνθρωπος, κ' εγλίτωκεν εσένα,
τη Χώραν κι όλον το λαόν, κι απ' τη φλακήν και μένα·
κ' ήκαμε και το Βασιλιό το Βλάχο, όπου κι α' λάχει,
πάντοτε να σε προσκυνά, να μη σου κάνει μάχη, 1260
κι αυτός, κ' οι κληρονόμοι του χαράτσι να πλερώνουν,
στους τόπους μας ο-για κακό ποτέ να μη σιμώνουν·
κ' ήβαλε κ' εις-ε κίντυνο μεγάλον τη ζωή του,
κ' ετάξετέ με Ταίρι-ν του ο-για την πλερωμή του·
και θέλει μετά λόγου σας να ζήσει, ν' αποθάνει― 1265
εθελημάτεψα κ' εγώ σε τούτο το Στεφάνι.
K' είδα, κ' εκαλολόγιασα, πως είν' πρεπό να κάμω
το θέλημά σου, Κύρη μου, στον εγνοιανό μου Γάμο.
K' επειδή θέλει μετά σας να ζήσει, ν' αποθάνει,
συγκλίνομαι, Γονή, κ' εγώ σε τούτο το Στεφάνι. 1270
Κι αν ήτον και μικρότερος, τη γνώμη μου αναπεύγω,
σα θέλει να'ναι μετά σας, εγώ άλλο δε γυρεύγω."
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αγκαλιαστήν την-ε κρατούν ο Κύρης με τη Μάνα,
την ώρα που τα χείλη της ετούτα ανεθιβάνα'.
Με σπλάχνος τη γλυκοφιλούν, με σπλάχνος την ευχούνται, 1275
την περασμένη μάνητα πλιό δεν την-ε θυμούνται.
………………………….
ΠΟΙΗΤΗΣ
Την ώρα εκείνη, που μιλεί, κι οπού τ' αναθιβάνει, 1365
πάντά'χεν εις το πρόσωπον το μαγικό μελάνι.
Κι ο Βασιλιός, κ' η Ρήγισσα, κι όλοι που το γρικούσαν,
κοιμούνται τως εφαίνετο, κι όνειρο το θαρρούσαν.
Κρατούσιν το για θάμασμα, πράμα πολλά μεγάλον,
κ' εις κάθε λόγο εστρέφουντον, κ' εθώρειε γ-είς τον άλλον. 1370
Λογιάζουν, κι ο Ρωτόκριτος πως βρίσκεται στα ξένα,
και τούτα, οπού τως-ε μιλεί, του τα'χε εκεί 'πωμένα.
Μα σαν επιάσε το νερό, το πρόσωπόν του πλύνει,
τ' απαρθινά εφανέρωσε, κι ο Ρώκριτος εγίνη.
Όλοι επομείνα' ασάλευτοι, έτσι να τον-ε δούσι, 1375
δεν ξεύρου' γ-ή ψοματινά, γ-ή αλήθεια το θωρούσι.
Δεν έχει ο Κύρης κρατημό, μηδέ η καημένη Μάνα,
τρέχουσι, και με κλάηματα τον επεριλαμπάνα'.
Δεν εχορταίναν οι φτωχοί το σπλάχνος να του δείξουν,
δεν το ελογιάζασιν-ε πλιό μ' έτοιον υ-Γιό να σμίξουν. 1380
Φωνές μεγάλες στο λαό χαράς εγρικηθήκα',
η Χώρα όλη ενεγάλλιασε, ποθές δεν είχε πρίκα.
Ο Ρήγας κάνει και σωπούν, κι απόκεις αρχινίζει,
κ' η όχθρητα, κ' η όργητα σ' σπλάχνος πολύ γυρίζει.
ΡΗΓΑΣ
Λέγει του· "Γιέ μου, ας πάψουσιν όλα τα περασμένα, 1385
γ-ή εγώ'σφαλα, γ-ή εσύ'σφαλες, ας είν' συμπαθημένα.
K' επειδή οι χρόνοι κ' οι καιροί τέλος καλόν εφέραν,
ας τη χαρούμεν όλοι μας τη σημερνήν ημέραν.
K' επειδή εμέλλετον εσέ η Αρετή, όχι εις άλλο,
εις το Θρονί μου σήμερο σα Ρήγα να σε βάλω. 1390
Να ορίζεις, σα σου φαίνεται, τσι χώρες και τα πλούτη,
Γυναίκα σου και Ταίρι σου, σου δίδω να'ν' και τούτη.
Εγώ, κατέχεις, Καλογιέ, γέροντας είμαι τώρα,
και δεν μπορώ να γνοιάζομαι κείνα που θέλει η Χώρα.
Και τα Ρηγάτα κ' οι Αφεντιές εσένα πρέπουν, Γιέ μου, 1395
κι ας τάξω πως δεν τ' όριζα, μηδ' είδα τα ποτέ μου.
Με την ευχή μας ολωνών, ωσάν το πεθυμούμε,
να κάμετε κληρονομιάν, και Τέκνα σας να δούμε."
ΠΟΙΗΤΗΣ
Τούτα τα λόγια ο Βασιλιός με κλάηματα τα εμίλειε,
κ' είχεν τον στην αγκάλην του, με σπλάχνος τον εφίλειε. 1400
ΡΗΓΑΣ
Ήκραξε και την Αρετή, λέγει τση· "Θυγατέρα,
το Γάμο σου εξετέλειωσα ετούτην την ημέρα.
Εσύ ήμελλες του Ερώκριτου, στον Ουρανόν εγράφτη,
για κείνο η γνώμη σου εύκολα σε τούτον ενεπαύτη.
K' ήδιωξες τους Ρηγόπουλους κ' έγνοια απ' αυτούς δεν έχεις, 1405
κ' εις τούτο[ν] θελημάτεψες, δίχως να τον κατέχεις.
Ξένον τον ελογιάζαμεν, και Ξένον τον ελέγα',
κ' ετούτος είν' ο Ερώκριτος, της αντρειάς η φλέγα.
'Πειδή και μαύρος σου'ρεσε, σαν όλοι μου το λέσι,
εδά που'ν' άσπρος και ξαθός, καλύτερα σου αρέσει. 1410
Ευχή τσ' ευχής μου να'χετε, κι ό,τι εκατηγορήθης,
χαρές να σου γυρίσουσιν, εις ό,τι εδά εβουλήθης,
κ' ήκαμες κείνο που'θελα, κ' ήγιανες την πληγή μου,
που αν είχες πει τ' Όχι κ' εδά, άνθρωπος πλιό δεν ήμου'.
Γιατ' ήκαμε για λόγου μας θαμάσματα μεγάλα, 1415
κ' οι χάρες του μες στην καρδιάν και νου μου τον εβάλα'.
Δεν είναι Ρήγας σαν εμάς, μα η χάρη του είναι τόση,
που Ρήγα τον-ε κράζουσι σε δύναμιν και γνώση.
K' εκείνα, που αφεντεύγομεν, τσι χώρες κι όλα τ' άλλα,
αυτείνος μας τα εκέρδεσε με κίντυνα μεγάλα. 1420
Ευχαριστώ του Ριζικού, που σου'δωκε έτοια γνώμη,
που'λεγες, πως δεν ήθελες να παντρευτείς ακόμη.
K' εφύλαγε ώς το ύστερον, κανίσκι να μου φέρει
έναν, οπού μ' εγλίτωκε, να σου τον κάμω Ταίρι.
Χαίρου, λοιπόν, Παιδάκι μου, σα χαιρομέσταν όλοι, 1425
και σα μας ανεγάλλιασε του Γάμου σας η σκόλη.
K' έπαρε με καλήν καρδιάν τά κανισκεύγει η Μοίρα,
κ' εγώ ποτέ μου έτοια χαρά σαν τούτη δεν επήρα.
Ας είστε πάντα μιά βουλή, και πάντα συβασμένοι,
γιατί τσ' ανάγκες και κακά η σύβαση τα γιαίνει." 1430
ΠΟΙΗΤΗΣ
Με πονηριάν η Αρετή κάνει πως δεν κατέχει
πρωτύτερας ό,τι θωρεί (κ' εις τούτο γνώσιν έχει).
Τα φρούδια τση ενεσήκωσε με μαστοριάν η Κόρη,
δείχνει πως το θαμάζεται, στον Ουρανόν εθώρει.
Δείχνει πως ανεπόλπιστον είν' κείνον, οπού βλέπει, 1435
κ' εδάγκανε τα χείλη τση (σ' τούτο έπαινος τση πρέπει).
Εκόμπωσε όλον το λαόν, και κάνει και λογιάζουν
τα ψόματα γι' απαρθινά, γιατί τσ' αλήθει[α]ς μοιάζουν.
Με λίγα λόγια φρόνιμα τον Κύρη αποφασίζει,
να κάμει εκείνο που γρικά, και κείνον οπού ορίζει. 1440
Δε θέλει να πολυμιλεί, μη λάχει και μπερδέσει,
και θέλοντας να βουηθηθεί, πεδουκλωθεί και πέσει.
Εθώρειε κι ο Πολύδωρος, κι ακόμη δεν κατέχει,
αν είναι εκεί ο Ρωτόκριτος, κι αλήθεια δεν την έχει.
Τόσον πολύ του εφάνηκε, που ακόμη δεν πιστεύγει, 1445
τον Ήλιο βλέπει, και φωτιά για να θωρεί γυρεύγει.
Μα ετούτη η δυσκολιά του νου, λίγη ώρα τον εκράτει,
κ' είδε κι αυτός κ' επίστεψε σαν τσ' άλλους στο Παλάτι.
Περιλαμπάνει και φιλεί, και δεν τον-ε χορταίνει
το Φίλον του τον ακριβόν, και δάκρυα τον-ε ραίνει. 1450
Λογιάσετε πόσες χαρές ήσαν την ώρα εκείνη,
και πόση περιδιάβαση σ' όλην τη Χώρα εγίνη.
Τίς το'λεγε για θάμασμα, τίς όνειρον το κάνει,
τόσο μεγάλο και πολύ, αξάφνου τως εφάνη.
Ο Πεζοστράτης του Ρηγός γονατιστός σιμώνει, 1455
κι ό,τι κι αν είχε στην καρδιάν τότες του φανερώνει.
ΠEΖΟΣΤΡΑΤΟΣ
Λέγει του· "Αφέντη, αν σου'φταιξα εις τον καιρόν εκείνο,
που σου'φερα την προξενιάν, κ' είπες μου να μακρύνω
το τέκνο μου απ' τη Χώρα σου, κ' εγώ στο σπίτι μέσα
να κάθομαι, να μην εβγώ, κι ό,τ' είπα δε σου αρέσα', 1460
συμπάθησέ μου, Βασιλιέ, α' λάχει χρεία στην άλλη,
μην πιάνεις με τους δούλους σου τόση κακιά μεγάλη.
Θωρείς τα εδά τα λόγια μου το πως εβεβαιώσα',
θαρρώ να τα μετάνιωσες τά μου'πε αυτείνη η γλώσσα.
"Πολλά μ' εκατηγόρησες, κ' ήκρινες τη ζωή μου, 1465
γιατί σου εμίλησα ο φτωχός καλό για το παιδί μου.
Κάθε γονής παρακαλεί, κάθε γονής ξετρέχει,
να κάμει πλούσο το παιδί, κι ουδ' άλλην έγνοιαν έχει.
Κι αν επεθύμησα κ' εγώ, τά πεθυμήσαν κι άλλοι,
δεν ήτον σφάλμα έτσι πολύ, να μ' εύρει τόση ζάλη, 1470
να'ν' πέντε χρόνοι σήμερον, που έτοιον υ-Γιό δεν είδα,
οπού τον είχα θάρρος μου, απαντοχή κι ολπίδα.
Μα ετούτα όλα επεράσασι, κι ας τάξω πως δεν ήσαν,
οπού θωρώ και τα κακά σ' τόσα καλά εγυρίσαν.
K' οι μάνητες επάψασι, κι η όχθρητα ετελειώθη, 1475
και το μαντάτο το πρικύ μ' άλλο γλυκύν ελιώθη.
Λοιπό αν σ' εβάρυνα κ' εγώ εις-ε καιρόν κιανένα,
ό,τι κι αν επωθήκασιν, ας είν' συμπαθημένα.
Και την ευχή μου να'χουσι, παιδιά και των παιδιών τως,
και να πληθαίνου' οι Ουρανοί το πράμα και το βιόν τως." 1480
ΠΟΙΗΤΗΣ
Μιλώντας, εσηκωθήκε, στην Αρετή σιμώνει,
φιλεί την, κι ωσάν Νύφην του την αποκαμαρώνει.
Εκείνος κ' η γυναίκα του το κλάημα δε σκολάζουν,
απ' τη χαράν τήν είχασι, πλιό Πάθη δε λογιάζουν.
Γέμου' οι αυλές τους άρχοντες, γεμίζει το Παλάτι, 1485
αρχίζουν την ξεφάντωσιν κι ολημερνίς εκράτει.
…………………………………………………………..
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει,
κ' εκάθησε ο Ρωτόκριτος εις το Θρονί, κι ορίζει.
Με φρόνεψη πορεύγεται, με γνώσιν ορδινιάζει,
πριχού έρθουσι τα πράματα, προβλέπει και λογιάζει. 1500
Όλοι τον αγαπήσασι, κ' εις τ' όνομά του εμνέγαν,
κι από τους πρώτους Βασιλιούς πρώτον τον εδιαλέγαν.
Και τω' Ρηγάδω' οι διαφορές σε πράματα μεγάλα
κριτή τον είχαν, και ποτέ τά'λεγε δεν εσφάλα'.
Αγαπημένο Αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη, 1505
μουδ' έτοιο καλορίζικο, χαιράμενο Στεφάνι.
Πλιά ορίζασι και γέροντες, παρά που δίδει η Φύση,
καλή καρδιά τους έθρεφε, σαν το δεντρόν η βρύση.
Εκάμασι παιδόγγονα, κι όλα εγενήκαν πλούσα,
και Μάνα και Κερά Λαλά εγίνη η Αρετούσα. 1510
Για τούτο, οπού'ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη,
το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι.
Ετούτ' η Αγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη,
και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη.
Και κάθε είς που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει, 1515
μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ολπίδα ας έχει.
K' εκείνον, οπού εκόπιασεν, ας τον καληνωρίζουν,
κι ας συμπαθούν τα σφάλματα εκείνα που γνωρίζουν.
BΙΤΣENΤΖΟΣ είν' ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOΡΝΑΡΟΣ, 1535
που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ήκαμε κ' εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση,
το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει. 1540
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου