ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ, ΕΡΩΦΙΛΗ (ΕΠΙΛΟΓΕΣ)
Α, 5-34 (ΟΙ ΤΥΨΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ)
Ο Πανάρετος είναι γιος του Θρασύμαχου, του βασιλιά της Τζέρτζας
που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Ο Φιλόγονος, βασιλιάς της Αιγύπτου, τον ανάθρεψε
χωρίς να ξέρει ποιος είναι, σας παιδί του. Με το άνοιγμα της αυλαίας ο
Πανάρετος μονολογεί. Ο τυφλός πόθος του τον οδήγησε να παντρευτεί κρυφά την
Ερωφίλη, την κόρη του Φιλόγονου, κι είναι τώρα γεμάτος έγνοιες και φόβους.
Πώς είναι ‘μπορεζάμενο κι ήλιος λαμπρός να
δίδη
το μεσημέρι τ’ όμορφο των αμματιώ σκοτείδι;
ζέστη πώς είναι μπορετό το χιόνι να γεννήση,
γή μαραμένα κρύο νερό φύτρα ποτέ να φύση;
γή πότες εγροικήθηκε μι’ αγάπη πληερωμένη
να κάμη αγαφτικού καρδιά να στέκη πικραμένη;
Σα κατατάξ’ η θάλασσα κι η μάχη σα σκολάση,
του ναύτου ηγ έγνοια σε χαρά και του στρατιώτη
αλλάσσει.
κι όποιος ποθεί, του πόθου του σαν πιάση το
βοτάνι,
τση πρίκαις και τα βάσανα κι όλα τα πάθη χάνει.
κι εγώ γιατί να μη μπορώ παρά ν’ αναστενάζω
μέσα σε τόση μου χαρά και τ’ ώχ οϊμέ να κράζω;
και ‘κείνο που ‘ναι πλειότερο, γιατί
να μη πιστεύγω
σ’ ποιο βρίσκομαι παράδεισο κι ίντα καλ’
αφεντεύγω;
Τον ουρανό στοχάζομαι και τα’ομορφιαίς του
κόσμου,
και σκοτεινό κι ολότυφλο μου φαίνεται το φως
μου.
Κόρη περίσσια ευγενική κι ομορφοκαμωμένη
γλυκότατα τσ’ αγκάλαις μου σαν επεθύμου
μπαίνει,
μ’ όλον ετούτο τση καρδιάς το βάρος δε μ’
αφήνει
σωστά να γνώθω το καλό και τη δροσιάν αυτήνη,
και πρίκα ο νους μου και χαρά σ’ έναν καιρό
σμικτά ΄χει.
Μα πρέπει μου σε βάσανα πάντα μου να γυρίζω,
γιατί σ’ ποιο σφάλμα έπεσα σ’ποιον εγκρεμνό
γνωρίζω.
πρέπει μου χιλι’ αγριώτατα θεριά να κατοικούσι
μέσα στη δόλια μου καρδιά να τήνε τυραννούσι,
κι ηγ ιδι’ αγάπη σε πολλή να μου γυρίση μάχη
κι ο λογισμός μου βάσανα και βάρη πάντα να
‘χη…
Α 385-402, ΚΡΥΦΟΣ ΓΑΜΟΣ
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ.
Μακρά
‘ν’ τα λόγια να σου πω, τους όρκους κι όλα τ’ άλλα
απού το τέλος τ’ αγαθό τσ’αγάπης μας εβάλα.
κι εκείνο σε κοντολογιά το πράμμαν απού γίνη,
φίλε μ’ αγαπημένε μου, σ’ εμένα κι εις εκείνη
θέλ’ η καρδιά να διηγηθώ, ν’αλαφρωθώ καμπόσο.
μα χάνομαι και δε μπορώ του λόγου αρχή να δώσω.
κι αν αρχηνήσω, η λαλιά χάνεται και λιγαίνει.
κι η γλώσσα μου βουβαίνεται κι όξω μιλιά δε
βγαίνει.
ΚΑΡΠΌΦΟΡΟΣ.
Κατά
τα λόγια που γροικώ, έμεινε πλερωμένος
Ο πόθος σας, Πανάρετε, ο πολυμπιστεμένος.
ΠΑΝ. Τούτο
‘ν’αλήθεια, φίλε μου, μα πρώτ’ ανάμεσά μας
Το δακτυλίδι έκαμε κι οι όρκοι την παντρειά
μας .
Μα κάτεχε το πώς ζημιόν απού την ώρ’ εκείνη
πρίκα πολλή και βάσανο το λογισμό μου κρίνει.
γιατί τα’ αμμάτια πού ‘σανε τόσο τυφλά ‘κ τον
πόθο
τότες ζημιόν ανοίξασι, κι αρχήνισα να γνώθω
το πώς χωστά του βασιλειού δεν έπρεπε να κάμω,
μ’ όλα τα πάθη που ‘γνωθα, με το παιδίν του
γάμο.
Γι αυτώς δυο πάθη δυνατά πάντα βαστώ σμιμμένα,
μεταγνωμό κι αμέτρητην αγάπη μετ’ εμένα,
και δίχως να σχολάσω, πάσχουσι και κοπιούσι
στην κόλασι να με κρατούν και να με
τυραννούσι.
Α 559-584, ΜΗΔΕΝΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΖΕ
Οι
φόβοι του Πανάρετου δεν αργούν να βγουν αληθινοί. Οι βασιλιάδες της Περσίας και
της Ανατολής ζητούν την Ερωφίλη. Ο Φιλόγονος λέει στον πρώτο του σύμβουλο να
μαζέψει και τους άλλους συμβουλάτορες
και να σκεφτούν ποιον να προτιμήσουν. Ο βασιλιάς φεύγει και ο Σύμβουλος
μονολογεί.
Ανέν κι οι καλορίζικοι τον κύκλον εμπορούσαν
του ριζικού με τα σχοινιά δεμένο να κρατούσαν,
γι’ ανέν κι η τύχη σαν τροχός δεν ήθελε
γυρίζει
κι εκείνους απού κάθουνται ψηλά να μη
‘γκρεμνίζη,
σήμερα καλορίζικο στον κόσμο πλειά μεγάλο
το βασιλειό μας είχα ‘πει παρά κανέναν άλλο.
μ’ απήτις κάποιο ριζικό στον κόσμ’ ανακατώνει
και πλούσιους ρίχνει χαμηλά κι ανήμπορους
σηκώνει,
δεν πρέπει πρίχου ‘δει κανείς το τέλος, να
παινέση
τσ’ αρχαίς ποτέ καλομοιργιά τ’ ανθρώπου, γη
στη μέση,
γιατί όσο πλειά τότε θωρείς στα ύψη πως
καθίζει
τση τύχης και με την κορφή τον ουρανό πως
‘γγίζει,
τότε θανδέχεται να ‘δη πεσμένη την τιμή του,
κι απού ‘σανε τα πόδια του, ριμμένη την κορφή
του.
κι όσο τονε στοχάζεται βασανισμένο πάλι
με πλείσια κακορίζικιά και με φτωχειά μεγάλη,
θέλει να ‘λπίζη σε ψηλό σκαλέρι καθισμένο
να τον ιδή χαιράμενο και καλοκαρδισμένο.
Για τούτο, ως είπα, δεν παινώ του βασιλειά τα
πλούτη
και τη μεγάλην πόρεσι που ‘χει την ώρα τούτη,
μα τον θεόν παρακαλώ την τύχη του να ρίση
τον κύκλο τση ξανάστροφα ποτέ να μη γυρίση.
κι απής η θυγατέρα του μόνια τση θέλει να ΄χη
κληρονομιά στα πλούτη του , ταίρι άξιο να τση
λάχη
σαν εί’ και κείνη ευγενική και
βασιλειοβγαλμένη
κι απ’ όλονών των αρετών τση χάρες στολισμένη.
Β 431-452, Ο ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ ΠΡΟΞΕΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΩΦΙΛΗΣ
Ο
βασιλιάς για να βοηθήσει την κόρη του ν’ αποφασίσει, στέλνει τον Πανάρετο, τον
άντρα της, να τη συμβουλέψει να δεχτεί τους γάμους! Ο δυστυχισμένος Πανάρετος
αναλογίζεται με φρίκη τη θέση του.
Ω άδη και τση κόλασις τση σκοτεινής καϋμέναις
ψυχαίς, με λόχαις και φωτιαίς πάντα
τυραννισμέναις,
καινούργι’ ακούσετε φωτιά και λόχη πλειά
μεγάλη
και παιδωμή χειρότερη παρά ποτέ καμμι’ άλλη!
Την Ερωφίλη αφέντης μου θέλοντας να παντρέψη,
προξενητή άλλο σήμερο δεν ηύρε να τση πέμψη
μόνον εμέ, τον άντρα τση, για να μπορά γνωρίσω
πρικύ κι αδέξιο θάνατο δίχως να ξεψυχήσω!
Βασανισμένη μου καρδιά, νου μου
κατακουρασμένε,
ποια μέλλετε να πιάσωμε στράτ’ ερμηνέψετέ με,
κι εις το μικρότερο γκρεμνό να πέσω δείξετέ
μου!
το βασιλειό ‘γροικήσετε τ’ έχει αποφασισμένα,
και να τον κάμη δε μπορεί πράμμα ποτέ κανένα
ν’αλλάξη γνώμην, ή καιρό να βάλλη κιας ΄ς τη
μέση.
κι εις μια κλωστή μπαμπακερή κρέμομαι ‘σαν το
λέσι,
γιατί άλλη ελπίδα, σα θωρώ, δεν έχω τση ζωής
μου
παρά τον πόθο μοναχάς τση κόρης τσ’ όμορφής
μου.
Μ’ ανέν κι ο φόβος του κυρού την κάμει να
θελήση
μ’ έν’ απ’ αυτούς να ‘παντρευτή και μένα να μ’
αφήση,
ποι’ άλλο παρά το θάνατο βοηθό μου πλειο
τυχαίνει
ς’ τούτην να κράξω τη δουλειά την
πολυπρικαμένη;
Γ, 1-44, Η ΕΡΩΦΙΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ
Η Ερωφίλη στην αρχή της τρίτης πράξης
περιμένει τον Πανάρετο, χωρίς να ξέρει ακόμη την αποστολή που του ανέθεσε ο
πατέρας της.
Τα γέλοια με τα κλάϊματα, με την χαράν η πρίκα
μιαν ώραν εσπαρθήκασι, κι ομάδι εγεννηθήκα,
γιαυτώς μαζί γυρίζουσι και τώνα τ’ άλλο αλλάσσει,
κι όποιος εγέλα το ταχύ, κλαίγει πρίχου
βραδιάση.
Για κείνο βλέπω τη χαρά κι εγώ την εδική μου
πώς θα γυρίση σ’ άμετρη πρίκα και παιδωμή μου.
και στέκομαι κρεμάμενη, σαν νάχα να περάσω
μια θυμωμένη θάλασσα, γη άγριο κανένα δάσο…
Μοίρα κακή κι αντίδικη, τυραννισμένη μοίρα,
ποια πάθη απού τον Έρωτα, ποιαίς πρίκαις δεν
επήρα;
πότες τση ανεσταναγμούς, γη πότες τ’ ωχοϊμένα
τα χείλη μου εσκολάσασι τα πολυπρικαμένα;
πότες κι εμέ τα μάτια μου μιαν ώραν εστεγνώσα,
πότες γλυκά τα σφάλισα, κι ανάπαψι μου δώσα;
Στη δούλεψι κι εις τση καϋμούς μικρή περίσσια
εμπήκα
τσ’ αγάπης, κι όλα τα κακά κι η παιδωμιαίς μ’
ευρήκα.
μόνια μου με τον Έρωτα πάσ’ ώραν επολέμου,
και κανενός δεν έδειχνα τα πάθη μου ποτέ μου.
χίλιαις φοραίς μ’ εδόξεψε, χίλιαις να πιάνη
τόπο
στο νου μου δεν τον άφινα, μ’ ένα γή μ’ άλλον
τρόπο.
τση συργουλιαίς του τση γλυκαίς τα μέλη να
πονούσι.
χίλιαις με την πορπατηξιά, χίλιαις με μια και
μ’ άλλη
στράτα την θέρμην του έσβυνα στο νου μου τη
μεγάλη.
Μα κείνος μάστορας καλός γιατ’ ήτον του πολέμου,
μέρα και νύκτα δυνατό πόλεμον έδιδέ μου,
κι ώραις με τ’ άρματα ως εχθρό, κι ώραις
ξαρματωμένο
τον έβλεπα, σα φίλο μου περίσσ’ αγαπημένο,
κι ώραις γλυκύς μου φαίνετο, κι ώραις πρικύς
περίσσια,
κι ώραις στρατιώτης δυνατός, κι ώραις παιδάκιν
ίσια,
κι ώραις μ’ επαίδευγε άπονα, κ’ ώραις πολλαίς
μ’ εκράτει
γλυκόταταις παρηγοριαίς και συργουλιαίς
γεμάτη.
Χίλι’ ακριβά τασσίματα μώτασσε πάσα μέρα,
και χίλια μώκτιζε όμορφα περβόλια στον αέρα.
χίλιαις ζουγουράφιζε χαραίς μεσα στο λογισμό
μου,
και χίλιαις έδειχνε ομορφιαίς πάντα των
αμματιώ μου
τση δυσκολιαίς μου σήκωνε κι απόκοτη έκανέ με,
μιλιαίς γλυκαίς μ’ αρμήνεψε κι εδιδασκάλευγέ
με,
τόσον απού μ’ ενίκησε, και δούλη απόμεινά του
και τση καϋμένης μου καρδιάς την εξουσία,
‘δώκά του…
κι εδά που καλορίζικη παρ’ άλλην εκρατούμου,
και χίλιαις έτασσα χαραίς κι ανάπαψες του νου
μου,
τόνε θωρώ τον ‘πίβουλο, και την αγάπη αρχίζει
την ψεύτικη που μου ‘δειχνε σε μάχη να γυρίζη…
Δ, 305-308, 325-374, 409-410, ΕΡΩΦΙΛΗ ΚΑΙ
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
ΕΡΩΦΙΛΗ. Κύρη
καλλιά ‘ναι κάτεχε γεις χαμηλοβγαλμένος,
με πλείσιαις διάξες κι αρεταίς και χάρες
στολισμένος,
παρά πάσ’ ένα βασιλειό πλουσιώτατ’ από τόπους,
κι απ’ αρεταίς φτωχότερος παρά μικρούς
ανθρώπους.
Την ευγενειάν, αφέντη μου, τα πλούτη δε
γεννούσι,
και δίχως γνώσι φρόνιμοι ποτέ δεν είν’ οι
πλούσοι,
καλά κι ο κόσμος τση τιμά και τσ’ατυχιαίς τως
κράζει
χάρες, και κείνα που μισά στον ουραν’
αναιβάζει,
γιατί τα γαλυφίσματα τώρα γεννούν τη χάρι,
κι ο φόβος βάνει φανερά της γλώσσας χαλινάρι.
Μ’ αν έναι κι η πλουσιότητα μπορεί στην
αφεντιά σου
τόσα πολλά, ‘σαν είχα πη, στα χέργια τα δικά
σου
βρίσκεται μόνον η γιατρειά … εύκολα πλεια
μεγάλο
κάμνεις, α θες, το δούλο σου παρά κανέναν
άλλο.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Δεν είναι
μπορετό ποτέ! Ποιος έχει τέτοια χάρι
το τσέλεγο να κάμη αητό, και το λαγό
λειοντάρι;
ΕΡΩΦ. Μπορείς,
α θες αφέντη μου, γιατί παιδί κανένα
δεν έχοντας το σήμερο στον κόσμο, παρά μένα,
να τον αφήσης, κατά πως τον έχω καμωμένο,
με την ευχή σου, ταίρι μου. Και τότες
μπορεμένο,
πλούσιο, κι αδυνατώτατο, και βασιλειό μεγάλο
θες τόνε κάμει να γενή παρά κανένα άλλο.
Κι ανέν και δίχως σου βουλή γι’ άντρα μου τον
επήρα,
στη νειότη δος το φταίσιμο κι εις τη δική μου
μοίρα.
ΒΑΣ. Δεν είδα
νειο να γκρεμισθή γη μοίρα να μποδίση,
μα σ’τέτοιον τρόπον βασιλειό θέλω τόνε ψηφίσει,
απού να πη πώς ήτονε καλλίτερα για κείνο
να μη δε σ’ ήθελεν ιδή ποτέ στον κόσμο κρίνω.
ΧΟΡΟΣ. Άπονη
απόφασι πολλά απ’ άπονο βγαλμένη!
μ’ άλλο απ’ ένα τύραννο κανείς μην ανημένη.
ΕΡΩΦ. στα
χέργια σου ‘μεθα κι οι δυο, κι η αφεντιά σου ας κάμει
τώρα σ’ εμένα κι εις αυτό καθώς ορίζει αντάμη.
Μα τούτο σε παρακαλώ, ‘σα δούλη και παιδί σου,
του δόλιου του Πανάρετου τση δούλεψες θυμήσου,
και λόγιασαι το φταίσιμο μόνο πως είν’ δικό
μου,
γιατί ποτέ δεν έβαλα μέσα στο λογισμό μου,
πως χαμηλώνω εγώ ποσώς, ψηλώνοντας αυτήνο,
γιατί κι ο ήλιος βλάψιμο ποτέ δεν πιάνει,
κρίνω,
την ώρα που τη λάμψιν του στα σκοτεινά
χαρίζει,
μάλιος για τούτο μ’ έπαινος σ’ όλη τη γη
γυρίζει.
Κι ανέν και τούτο δεν το θες, βάλλε στο
λογισμό σου
πως είμ’εγώ η βαργυόμοιρη παιδάκι μοναχό σου,
και τόυτο ας ‘ξάζη προς εσέ, και τούτο ας
μπορέση
την μάνιτά σου την πολλή σήμερο να κερδαίση.
Κι αν έναι και πρικαίνεσαι, γιατί το φταίσιμό
μου
τόσα θωρείς πως έκαμα βλάψιμον εδικό μου,
για χάρι, κι όχι βλάψιμο τώχω η φτωχή σιμά
μου,
κι άφησε ‘ς τέτοιο κόμπωμα να χαίρετ’ η καρδιά
μου,
γιατί τσ’ αρέσει τση καρδιάς, κι έχει το για
μεγάλη
καλομοιργιά που την κρατεί παρά τον κόσμον
άλλη.
ΒΑΣ. Τούτο το
κάνουν μοναχάς του κόσμου οι αγωγιάροι,
την αφορμάργαν τως πολλοί κρατούσι για καμάρι.
μ’ ανέν και σέναν έβλαψε το κόμπωμα αυτόνο,
και με και σένα σήμερο σου τάσσω πως γδικιώνω.
ΒΑΣ. Μηδέ
παιδί, ουδέ σκλάβα μου θέλω να σ’ έχω πλεια μου
Και ‘γείρου γλήγορ’ απ’ εδώ, μίσεψ’ από σιμά
μου!
Ε, 381-434, ΤΑ ΜΑΚΑΒΡΙΑ ΔΩΡΑ
Ο
πατέρας κάνοντας πως συχώρεσε την Ερωφίλη της προσφέρει τάχα για δώρο ένα
καλάθε σκεπασμένο.
ΕΡΩΦΙΛΗ. Τρέμ’ η
καρδιά μου και κτυπά, τ’ αμμάτια μου δειλιούσι,
και προς αυτό το χάρισμα τρομάσσου να
στραφούσι.
κι η χέρα μου μηδέ ποσώς δε θέλει να σιμώση,
κι ως όφις άγριος να ‘τονε, τρομάσσει να τ’
απλώση.
Ωχ οχοϊμένα! Τι θωρώ … τι συντηρώ η καϋμένη…
και τίνος είν’ η κεφαλή απού ‘ναι δω κομμένη;
ΒΑΣ. Τ’
αγαφτικού σου του καλού, με τη δική μου χέρα
κομμένη, ‘σαν του τύχαινεν, άπονη θυγατέρα.
ΕΡΩΦ. Ώφου, κανίσκι
αλύπητο, κανίσκι πρικαμένο…
και πώς από το νου μου, οϊμέ, θωρώντας το δε
βγαίνω!
ΒΑΣ. Κανίσκι
είν’ αξιώτατο και πλερωμή τση τόσης
τιμής απ’ αποκότησες τον κύρη σου ν’ αξιώσης.
ΕΡΩΦ. Τούτο
‘ναι το κεφάλι σου λοιπό τ’ αγαπημένο,
Πανάρετέ μ’ αφέντη μου, το ‘ματοκυλισμένο!
ΒΑΣ. Τούτο
‘ναι ναι, και χαίρου το, το γλυκεία κανάκισαί το,
κι αν είναι και λυπάσαι το, κλάψαι και ξέπλυνέ
το.
ΕΡΩΦ. Τούτα
‘ναι τα χεράκια σου!... Κύρη μου, την καϋμένη,
κι ίντα κανίσκι άσκημο μ’ έχεις κανισκεμένη;
ΒΑΣ. Άσκημον έκαμες
και συ πράμμα πολλά σ’ εμένα,
μα ‘γω ‘χω μόνο τα πρεπά σ’ εσένα καμωμένα.
ΕΡΩΦ. Καρδιά
μου, πώς δε σκίζεσαι… μάτια μου , πώς μπορείτε
τέτοια μεγάλην απονιά σήμερο να θωρήτε!
ΒΑΣ. Ως είδασι
τ’ αμμάτια μου κι εμέ την εντροπή μου,
και τα δικά σου να θωρού πρέπει τη γδήκηωσί
μου.
ΕΡΩΦ. Και τούτο
τ’ άλλο τα’ είν’ εδώ; Κρίνω γη αγαπημένη
νάν’ η καρδιά, που πάντα τση με βάστα
φυλαμμένη!
ΒΑΣ. Τούτ
‘είναι! Κι έβγαλε και συ τώρα την εδική σου,
και σμίξαι τήνε μετ’ αυτή, αν την πον’ η ψυχή
σου.
ΕΡΩΦ. Ώφου, με
ποια φωτιά ‘καψες μέσα τα σωθικά μου…
μ’ ίντα μαχαίρι μου ‘σφαξες, κύρη μου, την
καρδιά μου!
ΒΑΣ. Το ίδιο
που μ’ επλήγωσε, σ’έσφαξε, κάτεχέ το,
κι αν είναι δίκηο και πρεπό, στο νου σου
μέτρησαί το.
ΕΡΩΦ. Γιατί δε
μ’ έσφαξες εμέ πρώτας… γιατί ν’ αφήσης
τόσον κακό τ’ αμμάτια μου να ‘δούσινε, να
ζήσης!
ΒΑΣ. Γιατί και
συ τόσ’ εντροπή μ’ έκαμες να γνωρίσω
σε τούτο το λιγούτσικο καιρό που θε να ζήσω.
ΕΡΩΦ. Γλυκώτατό
μου πρόσωπο, κεφάλι τιμημένο,
πού ‘ναι τ’ απομονάρι σου κορμί το σκοτωμένο;
ΒΑΣ. Τροφή
εγίνη τω σκυλιώ, τω λειονταριώ μου βρώσι,
γιατί δεν ήτον το πρεπό χώμα να το κουλώση.
ΕΡΩΦ. Ωφ, ωχ
οϊμένα τι γροικώ! ψυχή, πώς δε χωρίζει
απού το δόλιο σου κορμί; Καρδιά, πώς δε
ραΐζεις;
ΒΑΣ. Και ‘γώ
‘κ την τόση μου χαρά, το πώς δε ξανανειώνω,
πώς εις τα ύψη τ’ ουρανού με την κορφή δε
σώνω;
ΕΡΩΦ. Η πρικα
μου το λοιπονίς, κύρη, χαρά σου κάνει,
κι η λύπη μου τόση δροσιά στα σωθικά σου
βάνει;
ΒΑΣ. Όσο σε
βλέπω, κάτεχε, περίσσια πρικαμένη,
τόσο μου κάνεις την καρδιά πασίχαρη και μένει.
Μα κλαίγε, και τα κλάϊματα ποτέ σου μη
σκολάσης,
κι απού την πρίκα, τον θεόν παρακαλώ, να
σκάσης!
Τ’ αγαπημένο πρόσωπο συντήρα του καλού σου,
κι όσο μπορείς ευχαριστιαίς δίδε του ριζικού
σου,
πως τέτοιον άντρα σου ‘δωκε άξιο της ευγενειάς
σου…
και για να κλαίγης πλειότερα, μίσευγ’ από
κοντά σου.
Ε, 453-486, ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΕΡΩΦΙΛΗΣ
Πανάρετέ μ’ αφέντη μου, πού τα πολλά σου
κάλλη,
πού κείν’ η νόστιμη θωριά, και πάσα χάρι σ’
άλλη;
πού ‘ναι τ’αμμάτια τα γλυκά, ποιον άπονο
μαχαίρι
σου τάβγαλε κι ετύφλωσεν, οϊμέ ακριβό μου ταίρι!
στόμα μου νοστιμώτατο και μοσκομυρισμένο,
βρύσι ολονώ των αρετώ, ζαχαροζυμωμένο,
γιάντα τα πλουμισμένα σου και τα γλυκά σου
χείλη
τη δούλη σου δεν κράζουσι, οϊμέ, την Ερωφίλη;
γιάντα σωπάς στον πόνο μου; Γιάντα στα
κλαϊματά μου
δε συντυχαίνεις δυο μικρά λόγια παρηγοριά μου;
Μα δίχως γλώσσ’απόμεινες, και πώς να μου
μιλήσης!
πώς την πολλά βαργυόμοιρη να με παρηγορήσης;
πώς να μου παραπονεθής, πώς να μου πης –ψυχή
μου,
για σένα μόνον θάνατον επήρε το κορμί μου!
Κι εσάς, χεράκια μ’ ακριβά, ποια χέργι’
αποκοτήσα
κι άπονα ‘που το δόλιο σας κορμί σας εχωρίσα;
χέργια, που σας ετύχαινε σκήπτρο να σας
βαραίνη,
και μοναχάς να δίδετε νόμον στην οικουμένη,
για ποι’ αφορμή δεν πιάνετε τα χέργια τα δικά
μου;
γιάντα στο στήθος σπλαχνικά κι απάνω στην
καρδιά μου
δε ‘γγίζετε, να λαφρωθή, τση πόνους τση να
χάση,
κι ετούτη την τρομάρα τση την τόση να σκολάση;
Και σύ καρδι’ αντρωμένη μου, του Πόθου
φυλακτάρι,
ποιο ήτον κείνο τ’ άπονο κι αγριώτατο
λειοντάρι
πού σ’ έβγαλ’ εκ τον τόπο σου, και
ματοκυλισμένη
τ’ αμμάτια μου να συντηρού μ’ έκαμε την
καϋμένη;
καρδιά μ’ αγαπημένη μου, γλυκώτατη καρδιά μου,
πόσα του Πόθου βάσανα είχες για όνομά μου!
πάντα ‘ζεις μ’ αναστεναγμούς, και θρέφουσου με
πρίκαις,
κι εις τώστερ’ ανασπάστηκες, κι εκ το κορμί σ’
εβγήκες,
για να μπορώ τριγύρου σου να δω πώς είν’
γραμμένο
τ’ όνομά τσ’ Ερωφίλης σου το πολλαγαπημένο!
Ώφου, πρικύ μου ριζικό κι αντίδική μου μοίρα,
τόσα γοργό μ’εκάμετε νύφη γιαμά και χήρα!
Η
Ερωφίλη δεν μπόρεσε να βαστάξει και πολύ το φριχτό θέαμα. Μαχαιρώθηκε με το
μαχαίρι που βρήκε μέσα στο καλάθι.
Ε, 667-674, ΕΞΟΔΟΣ
Τα
πιστά κορίτσια της Ερωφίλης σχεδιάσανε την εκδίκησή τους. Ο βασιλιάς
φανερώνεται κι οι κοπέλες του χορού ορμούν και τον σκοτώνουν. Έτσι, μ’ έναν
τρίτο φόνο τέλειωσε πια η τραγική ιστορία του Πανάρετου και της Ερωφίλης. Ο
χορός λέει τα τελευταία λόγια.
Ω, πόσα κακορίζικους, πόσα λωλούς να κράζου,
τυχαίνει κείνους απού δώ κάτω στη γη λογιάζου
πως είναι καλορίζικοι κι εις τ’ άστρα πως
πετούσι
για πλούτος, δόξαις, και τιμαίς, απού σ’
αυτούς θωρούσι,
γιατί όλαις η καλομοιριαίς του κόσμου και τα
πλούτη,
μια μόνο σκιά ‘ναι στη ζωή την πρικαμένη
τούτη,
μια φουσκαλίδα του νερού, μια λαύρα που
τελειώνει
τόσα γοργ’ όσο πλεια ψηλά τση λόχαις τση
σηκώνει.